«Η Ελλάδα έχει ακόμα μπροστά της πολύ μακρύ δρόμο και ο ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος υπάρχει σήμερα είναι απολύτως ανεπαρκής, για να μπορέσει η χώρα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που την περιμένουν», δήλωσε ο αναπληρωτής τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Επικρατείας Θεόδωρος Φορτσάκης, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Ερωτηθείς σχετικά με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών, μέρος των ταμειακών διαθεσίμων που έχουν συσσωρευτεί εξαιτίας της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης τα τελευταία τέσσερα χρόνια να διατεθεί για την πρόωρη αποπληρωμή του πλέον ακριβού τμήματος του δανεισμού του Δημοσίου στον επίσημο τομέα ο κ. Φορτσάκης απάντησε: «Μία υπεραφαίμαξη έχει αποδώσει ένα ποσό σημαντικό το οποίο μένει στην τσέπη μας και είναι λογικό να κομμάτι από αυτό να χρησιμοποιηθεί για να απαλυνθούν οι επιπτώσεις του πολύ μεγάλου βάρους που έχουμε από τους τόκους που πληρώνουμε στα δάνειά μας, γιατί το πιο ακριβό κομμάτι του δανείου από ό,τι σήμερα διαμορφώνεται είναι το κομμάτι που χρωστάμε στο ΔΝΤ. Και αυτό το κομμάτι αν μπορούσε να πληρωθεί νωρίτερα θα διευκόλυνε τη μείωση των τόκων που θα επιφέρει αυτή η πρόωρη αποπληρωμή. Είναι ένα θετικό βήμα αν γίνει. Έχουμε τόκους που υπερβαίνουν τα 150 εκατ. ευρώ. Είναι μία θετική κίνηση υπό την έννοια ότι δείχνει ότι προχωρούμε σε μία απάλυνση των βαρών, αλλά αυτό είναι πάρα πολύ μικρό ποσό σε σχέση με τα συνολικά μας βάρη».

«Στην πραγματικότητα», προσέθεσε ο αναπληρωτής τομεάρχης της ΝΔ, «δεν επιστρέφουμε το ποσό το οποίο χρωστάμε, εξυπηρετούμε τα δάνειά μας, και μάλιστα η εξυπηρέτηση που επωμιζόμαστε είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή που είχαμε πριν την έναρξη της κρίσης, άρα είμαστε σε μία περίοδο η οποία είναι ακόμα χαριστική» και «όταν αρχίσει μετά από ορισμένα χρόνια να μας απασχολεί το βάρος της αποπληρωμής, εκεί, αν η Ελλάδα στο μεταξύ δεν έχει πετύχει έναν αριθμό ανάπτυξης πολύ σημαντικό θα βρεθούμε σε μεγάλη δυσκολία». Υπενθύμισε, δε, ότι «η Νέα Δημοκρατία έχει υπογραμμίσει και έχει πολλές φορές επιμείνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου αν δεν υπάρξει μία καλύτερη φορολογική μεταχείριση των πολιτών και των επιχειρήσεων και σε αυτή την έννοια περιλαμβάνω και τα βάρη τα οποία είναι τα βάρη για τις κοινωνικές ασφαλίσεις».

Σε ό,τι αφορά το επενδυτικό περιβάλλον ο κ.Φορτσάκης τόνισε ότι «έχουμε μία μείωση επενδύσεων και υπάρχει ανησυχία ως προς το μέλλον τους» και «πρέπει αυτή την ανησυχία εμείς να την αντιμετωπίσουμε και να διαβεβαιώσουμε τους επενδυτές ότι εδώ ο χώρος είναι κατάλληλος για επενδύσεις». «Οι μεταβολές που πρέπει να γίνουν πρέπει να καλύπτουν όλο το φάσμα της αντιμετώπισης των επενδύσεων. Από την επιλογή του τόπου και την αδειοδότηση μέχρι τη μεταχείριση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους», εξήγησε.

Ερωτηθείς σχετικά με το αποτέλεσμα της επίσκεψης του πρωθυπουργού στη Βόρεια Μακεδονία εξέφρασε την άποψη ότι «ναι μεν είναι σημαντικό ο πρωθυπουργός να συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό επιχειρηματιών, πλην όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν σηματοδοτεί προς το παρόν μία νέα έξαρση των ελληνικών επενδύσεων εκεί γιατί οι επιχειρηματίες αυτοί ήδη βρίσκονταν εκεί». «Η Ελλάδα είχε μεγάλη παρουσία στη χώρα αυτή πάρα πολλά χρόνια τώρα. Και μάλιστα μία παρουσία που είναι εξαιρετικά ισχυρή. Δε νομίζω ότι αυτό το ταξίδι, το κομμάτι αυτό το ανανέωσε κατά κάποιο τρόπο. Παραμένουν σημαντικά προβλήματα να επιλυθούν στο εμπορικό κομμάτι και αυτά είναι κυρίως τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κατοχύρωση διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στα δύο κράτη όπου και οι δύο επιδιώκουν να έχουν τον όρο "Μακεδονία" στην ονομασία των προϊόντων. Η ΝΔ έχει κάνει μία σειρά προτάσεων σημαντική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει μία σειρά συγκεκριμένων προτάσεων για τον τρόπο με τον οποίο θα διευκολύνει αν έρθει στην κυβέρνηση η ΝΔ την κατοχύρωση των εμπορικών επωνυμιών με τον όρο "Μακεδονία"», συμπλήρωσε.

Ο κ. Φορτσάκης είπε πως σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η κυβέρνηση «απέτυχε στο να πείσει την κοινή γνώμη ότι αυτή η Συμφωνία είναι καλή». «Όταν βλέπετε ότι το 70% του ελληνικού πληθυσμού τη Συμφωνία αυτή δεν την αποδέχεται, σημαίνει ότι υπάρχει ένα πρόβλημα το οποίο η κυβέρνηση είτε αρνήθηκε είτε δε μπόρεσε να το δει. Και αυτό το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να περπατήσει μία σχέση ειρηνική ανάμεσα σε δύο κράτη όταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης δεν αποδέχεται μία τέτοια προοπτική. Εγώ θα ήθελα να ελπίζω ότι θα έχουμε στο μέλλον βελτιωτικές κινήσεις, όπως για παράδειγμα ένα πρωτόκολλο που θα υπάρξει μία ερμηνεία αυθεντική, όπου θα φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ζήτημα εθνότητας το οποίο να δημιουργείται όπως φοβόμαστε ότι δημιουργεί η Συμφωνία, και να απαλειφθούν αυτές οι δυσμενείς συνέπειες που έχουμε επισημάνει ιδίως για τα θέματα εθνότητας και γλώσσας», ανέφερε.

Τέλος, σχολιάζοντας το νομοσχέδιο που εισάγει στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας είπε ότι «μεταξύ άλλων θέτει το ζήτημα της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των παιδιών που σπουδάζουν στα κολέγια, σε τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα οποία κολέγια έχουν συμφωνία με ξένα πανεπιστήμια, ακόμα και δημόσια πανεπιστήμια, όπου τώρα αμφισβητείται ξανά αυτή η ισοτιμία και αυτό θα δημιουργήσει πάρα πολύ μεγάλα προβλήματα».