Από το 2010, καλώς ή κακώς, οι εξελίξεις στην πολιτική ζωή του τόπου είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία των μνημονιακών νομοθετημάτων. Η τρόικα σε πρώτη φάση και οι θεσμοί μετέπειτα επηρεάζουν, για να μην πούμε ότι καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό τον χρονικό ορίζοντα των κυβερνήσεων. Αυτό έγινε στην πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, κάτι αντίστοιχο συνέβη στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά και, όπως φαίνεται, το «έργο» επαναλαμβάνεται και με τον Αλέξη Τσίπρα. Η μοίρα των πρωθυπουργών των μνημονίων μοιάζει κοινή, αφού το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι τα πρόσωπα που συμμετέχουν στις κυβερνήσεις.

Μέχρι σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς την κυβέρνηση Παπανδρέου, και οι δύο επόμενες (κανονικές) ξεκίνησαν με τις καλύτερες των προϋποθέσεων, παρά τη δύσκολη πραγματικότητα που είχαν να διαχειριστούν. Οταν ο κ. Σαμαράς κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση στα media κυριαρχούσαν τα ρεπορτάζ που επισήμαιναν τόσο την εργατικότητα όσο και την αποφασιστικότητά του.

Κάτι αντίστοιχο είδαμε να συμβαίνει και στην περίπτωση του Αλ. Τσίπρα, γεγονός που αποτυπώθηκε και εκλογικά σε δύο αναμετρήσεις. Κατά κοινή παραδοχή, ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν το ισχυρό «χαρτί» του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα το πρόσωπο που σηματοδοτούσε την αναγέννηση του πολιτικού συστήματος.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι πολίτες αδιαφορούσαν για το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας είχε προσγειωθεί ανώμαλα στη μνημονιακή πραγματικότητα, δείχνοντας να επενδύουν σε όσα «επαναστατικά» εμπεριείχε η ρητορική του. Ολα αυτά τελείωσαν από τη στιγμή που άρχισαν να φτάνουν στα ελληνικά νοικοκυριά τα πρώτα σημειώματα, που διέψευδαν τις προεκλογικές προσδοκίες περί καταργήσεως των μνημονίων με έναν νόμο, περί αναστολής του νόμου για τον ΕΝΦΙΑ κ.ο.κ. Από τον περσινό Σεπτέμβριο η κυβέρνηση των Τσίπρα-Καμμένου άρχισε να μετρά τον μνημονιακό της χρόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη φθορά που μπορεί να υποστεί.

Οσο κι αν το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει να κατασκευάζει εχθρούς, είτε αυτοί προέρχονται από τον χώρο των media είτε από τους κόλπους των «κακών δανειστών», η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Η φθορά καταγράφεται μέρα με τη μέρα, όχι στις δημοσκοπήσεις, αλλά στην καθημερινότητα των πολιτών, οι οποίοι βλέπουν τα πράγματα να οδηγούνται από το κακό στο χειρότερο.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα έχει επαναληφθεί και κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ο κ. Τσίπρας έχει αρχίσει να μετρά το δεύτερο μισό του μνημονιακού του χρόνου, πράγμα που σημαίνει ότι, αν επαναληφθεί η ίδια συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, δύσκολα θα μπορέσει να ανατρέψει τη γρήγορη φθορά της κυβέρνησής του. Επί της ουσίας, από δω και πέρα οι δράσεις θα έχουν μόνο πολιτικό κόστος, αφού οι πολίτες θεωρούν οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναμενόμενη.

Με απλά λόγια, έχουν προεξοφλήσει τα πάντα, με δεδομένο ότι ο σημερινός πρωθυπουργός έκανε το λάθος, στην προσπάθειά του να επιβληθεί εκλογικά, να υποσχεθεί «τα πάντα, στους πάντες». Αν κοιτάξει κανείς τα ποιοτικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων, θα δει ότι ο κ. Τσίπρας έχει αρχίσει να μην πείθει. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τον ίδιο, αλλά με τον χρόνο που έχει «καταναλώσει» ως πρωθυπουργός. Επειδή, λοιπόν, στη μνημονιακή Ελλάδα δεν γίνονται θαύματα, θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από σίγουρο ότι από δω και πέρα η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., εκτός από τη δύσκολη πραγματικότητα, θα αντιπαλεύει και τη ραγδαία πολιτική φθορά, με το ρολόι να μετρά αντίστροφα, χωρίς κανείς να μπορεί να υπολογίσει πότε θα σταματήσει ο κυβερνητικός χρόνος.