Ηθική δικαίωση για τα "ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ". Απόφαση- σταθμός για την ελευθεροτυπία στην Ελλάδα
<p>Απορρίφθηκε η αγωγή ύψους 300.000 του Γιάννη Δραγασάκη κατά της εφημερίδας ενώ το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υποχρέωσε τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα ύψους 6000 ευρώ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα αναγραφόμενα […] τυγχά
Μετά από δικαστική περιπέτεια τριών ετών η Δικαιοσύνη απέρριψε την αγωγή του Γιάννη Δραγασάκη κατά της εφημερίδας «Παραπολιτικά» σε μία απόφαση- οδηγό κατά της βιομηχανίας αγωγών που στόχο έχουν τον περιορισμό της κριτικής στα δημόσια πρόσωπα και τη φίμωση των μέσων ενημέρωσης. Ο Γιάννης Δραγασάκης κινήθηκε νομικά υποστηρίζοντας ότι δήθεν εθίγη η τιμή και η υπόληψή του από το δημοσίευμα με τίτλο «ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ», «Η εταιρεία που ίδρυσε χρωστά στο Δημόσιο 6,1 εκατ. ευρώ» και υπότιτλο «O σκιώδης τσάρος και η εταιρεία που χρωστά 6 εκατ.» με ημερομηνία 29-09-2012. Με την υπ’ αρίθμ. 2033/2015 οριστική απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε επί της ουσίας την αγωγή του Γιάννης Δραγασάκη, σε μία απόφαση- σταθμό, καθώς το σκεπτικό της ενισχύει την ελευθερία του Τύπου σε καιρούς που διάφοροι παράγοντες ανταγωνίζονται προκειμένου να επιβάλλουν την ενημέρωση μέσω ανακοινώσεων και non paper.
Τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Μάκης Βορίδης και Αλέξανδρος Φάρος
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών «τα αναγραφόμενα στο ως άνω τμήμα του επίδικου άρθρου τυγχάνουν αληθή» καθώς «στο επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται ρητά και με σαφήνεια ότι ο ενάγων έχει ήδη αποχωρήσει από το Δ.Σ. της εταιρείας». «Το ότι η συμμετοχή του ενάγοντος στο Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρείας έχει ήδη λήξει, χωρίς άλλωστε το επίδικο δημοσίευμα να αφήνει οποιαδήποτε υπόνοια ή αμφιβολία περί του αντιθέτου, δεν αναιρεί το γεγονός ότι πράγματι έχει υπάρξει σύνδεση μεταξύ του ενάγοντος και της εν λόγω εταιρείας, την οποία ο συντάκτης του άρθρου προσδιορίζει τόσο ως προς το χρόνο ως και ως προς τη μορφή» τονίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Με αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως «‘Οταν ο συντάκτης του ένδικου δημοσιεύματος αναφέρει «...Λίγα χρόνια, μετά, ο κύριος Δραγασάκης απόχωρεί από το Δ.Σ. της εταιρείας...» αντί να επιλέξει να αναφέρει τον ακριβή χρόνο που ο ενάγων παρέμεινε στη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανωτέρω εταιρείας, δηλαδή 14 περίπου μήνες, «δεν τελεί την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, όπως ο ενάγων υποστηρίζει, αφού η απόκλιση μεταξύ του αποδειχθέντος χρόνο των 14 μηνών μέχρι το χρονικό διάστημα των 2-3 ετών περίπου, που μπορεί να εννοηθεί από το μέσο αναγνώστη με τη φράση «λίγα χρόνια μετά», είναι μικρή και δεν αρκεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για να δημιουργηθούν στον αναγνώστη συμπεράσματα και προβληματισμοί διαφορετικοί σχετικά με τα αναφερθέντα γεγονότα από αυτούς που είχαν ήδη δημιουργηθεί, εάν είχε επιλεγεί από το συντάκτη η αναφορά τους ακριβούς χρονικού διαστήματος».
«Ακόμη, όμως, κι αν υποτεθεί ότι η επιλογή της ανωτέρω φράσης μπορούσε να δημιουργήσει στο αναγνωστικό κοινό την πεποίθηση ότι ο ενάγων παρέμεινε τελικά στο Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρείας λίγο περισσότερο χρόνο απ’ό,τι πράγματι έμεινε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν πρόσφορη να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος» αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου. «Σε κάθε πάντως περίπτωση από τον τρόπο παράθεσης των γεγονότων δεν προκύπτει σκοπός παραποίησης της αλήθειας εκ μέρους του συντάκτη του επίδικου δημοσιεύματος, αφού ήδη αναφέρεται ρητά ότι ο ενάγων έχει αποχωρήσει από την εταιρεία «ΓΙΟΥΡΟΝΤΙΒΕΛΟΠ Α.Ε.» καταλήγουν οι δικαστές.
Στην απόφαση του δικαστηρίου ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ρόλο του Γιάννη Δραγασάκη ως δημόσιου προσώπου η δράση του οποίου είναι λογικό να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος των ΜΜΕ και των πολιτών: «Περαιτέρω, ο ενάγων κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του επίδικου δημοσιεύματος ήταν βουλευτής Περιφέρειας Β’ Αθηνών με το κόμμα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ) και Δ’ Αντιπρόεδρος της Βουλής, δηλαδή πολιτικό πρόσωπο του οποίου η δράση ενδιέφερε την κοινή γνώμη και υφίστατο δικαιολογημένο ενδιαφέρον από την πλευρά των εναγομένων για τη δημοσίευση του επίδικου άρθρου, συνεπώς το επίδικο δημοσίευμα κατά το ανωτέρω τμήμα του, συμπεριλαμβανομένων και των επτά ερωτημάτων που θέτει μετά την παράθεση των γεγονότων, εμπεριέχει γεγονότα που βλάπτουν την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος, πλην έλαβε χώρα η δημοσίευσή του για την εξυπηρέτηση της ανάγκης του κοινού, αφενός να ενημερώνονται για τα σημαντικά γεγονότα του δημόσιου βίου και αφετέρου να ελέγχεται η δράση των πολιτικών προσώπων της χώρας».
«Δεδομένου ότι, όπως αποδείχθηκε, δεν περιλαμβάνονται στο επίδικο δημοσίευμα ψευδή γεγονότα» το δικαστήριο αποφάνθηκε πως «ακόμη κι αν είχε προηγηθεί επισταμένη δημοσιογραφική έρευνα, δεν είναι δυνατόν ένας δημοσιογράφος να γνωρίζει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου, ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό είναι δημόσιο και απασχολεί την κοινή γνώμη, δεδομένου ότι απαιτείται και έλεγχος ιδιωτικών εγγράφων και προσωπικών δεδομένων, περί των οποίων δεν μπορεί να λάβει γνώση».
Ως προς το σκέλος της δημοσιεύσεως της εφημερίδας περί της πολιτικής πορείας του ενάγοντος η απόφαση των δικαστών επισημαίνει πω «το ανωτέρω απόσπασμα αποτελεί σχολιασμό-κριτική των πολιτικών επιλογών του ενάγοντος και εξάγει συμπεράσματα-κρίσεις περί του πολιτικού προφίλ του ενάγοντος, αποτελεί δε έκφραση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των εναγομένων ως προσώπων συνδεόμενων με τη λειτουργία του τύπου (ιδιοκτήτρια της εφημερίδας η πρώτη των εναγομένων και διευθυντής σύνταξης ο δεύτερος) για άσκηση κριτικής στα πολιτικά πρόσωπα».
«Δεδομένου ότι για τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην πολιτική ζωή επιτρέπεται η διά του τύπου δημοσίευση προς πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού ακόμη και δυσμενών κρίσεων ή μειωτικών αξιολογήσεων, ακόμη και με οξεία κριτική». Το ανωτέρω συμπέρασμα ότι το επίδικο άρθρο ασκεί κριτική στον ενάγοντα ως πολιτικό πρόσωπο, ενισχύει και το γεγονός ότι ο τελευταίος προέβη αυθημερόν σε δήλωση-απάντηση στο δημοσίευμα αυτό υπό την ιδιότητά του ως βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ μέσω του Γραφείου Τύπου του κόμματος αυτού.».
«Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή γενομένης δεκτής, ως ουσία βάσιμης, της ένστασης του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ, ενόψει του ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος» αναφέρει τέλος η απόφαση του Δικαστηρίου το οποίο και επέβαλλε στον Γιάννη Δραγασάκη τα δικαστικά έξοδα της εναγομένων, ορίζοντας αυτά στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ. Σημειώνεται ότι ο ενάγων δικαιούται στην άσκηση εφέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως.