Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος: «Οι μεγάλοι συγγραφείς μας δίνουν χέρι βοηθείας»
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός, που ανεβάζει στη σκηνή τέσσερα διηγήματα του Στρατή Μυριβήλη, μιλάει στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ και τη Μαριάνθη Κουνιά
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος διάλεξε από τα «Χρωματιστά βιβλία» του Στρατή Μυριβήλη τέσσερα διηγήματα, τη «Ροδιά», τον «Παντελή», τον «Λούλη, τον γόη» και την «Καμπουρίτσα» για να τα παρουσιάσει στη σκηνή συνδέοντάς τα ευρηματικά με το «Τραγούδι της Γης», το εμβληματικό, λυρικό κείμενο του μεγάλου αυτού λογοτέχνη.
Η παράσταση που έχει τίτλο «Χρωματιστές Γυναίκες» και παρουσιάζεται στο θέατρο Σφενδόνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη, είναι ένας ύμνος στη φύση. «Διάλεξα τέσσερα διαφορετικά μεταξύ τους διηγήματα, που δεν αναφέρονται στον πόλεμο. Διαισθάνθηκα πως αυτό που κυρίως ενδιέφερε τον Μυριβήλη είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να βρει τον πνευματικό του βηματισμό μακριά από οποιαδήποτε σκέψη πολέμου» λέει στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ο σκηνοθέτης που πρωταγωνιστεί στην παράσταση μαζί με την Ινώ Μενεγάκη και την Χριστέλα Γκιζέλη.
Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε καλλιτεχνικά με τη λογοτεχνία του Στρατή Μυριβήλη; Τι σας ενέπνευσε στο έργο του;
Όλα ξεκίνησαν από τη συμμετοχή μου στη σειρά της ΕΡΤ «Η ζωή εν τάφω». Ένα από τα μεγάλα ασφαλώς και ευρέως γνωστά έργα του. Η γνωριμία μου με την εγγονή του στα γυρίσματα που έκανα στο νησί και η αμοιβαία συμπάθεια υπήρξε καθοριστικός παράγοντας. Γιατί μετά από λίγο διάστημα, με αφορμή μία δουλειά που θα γινόταν στο Φεστιβάλ Αθηνών για κείνον, μου πρότεινε να διαβάσω κάποια από τα διηγήματά του. Μου έκανε δώρο τα «Χρωματιστά βιβλία».
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Αυτό που ένιωσα όταν τα διάβασα ήταν τόσο δυνατό, που απλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν ξέρω. Ήθελα να το μοιραστώ. Να το νιώσουν κι άλλοι εκτός από μένα.
Η παράσταση αποτελείται από τέσσερα διηγήματα του από τα «Χρωματιστά βιβλία», τη Ροδιά, τον Παντελή, τον Λούλη τον γόη και την Καμπουρίτσα. Με ποια κριτήρια κάνατε την επιλογή αυτών των τεσσάρων ιστοριών, και πως τα έχετε συνδέσει με το «Τραγούδι της Γης»;
Η αλήθεια είναι πως όταν έχεις καλό υλικό δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις και τι να αφήσεις πίσω. Ήθελα κατ' αρχάς να είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Κι αυτό γιατί με εντυπωσίασε η θεματολογική του ποικιλία, και η ικανότητά του να τα διαχειρίζεται όλα με μαγικό τρόπο. Επίσης επέλεξα να μην αναφέρονται στον πόλεμο. Διαισθάνθηκα πως αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να βρεί τον πνευματικό του βηματισμό μακριά από οποιαδήποτε σκέψη πολέμου. Γι αυτό «Το τραγούδι της γης» και τα αποσπάσματα που υπάρχουν στην παράσταση απ’ αυτό το υπέροχο λυρικό έργο, λειτουργούν σαν πυρήνας της. Σαν ένα σώμα με ισχυρό μαγνητικό πεδίο απ’ το οποίο έλκονται τα διηγήματα περιστρεφόμενα κυκλικά, όπως οι πλανήτες στο ηλιακό σύστημα.
Ποιοί είναι οι ήρωες του έργου;
Στην Ροδιά, ο ίδιος ο συγγραφέας μας γνωρίζει τον εφηβικό, ανεκπλήρωτο έρωτα του δεκάχρονου Στρατή με την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του Ροδιά μέσα στο ειδυλλιακό καλοκαιρινό τοπίο της Λέσβου. Στον Παντελή πρωταγωνιστεί ένας πιερότος, που δωρίζει ένας πατέρας στο παιδι του μια Πρωτοχρονιά. Ο πιερότος που χτυπά χαρούμενα τα πιατίνια του σακατεύεται κατά λάθος πάνω στον ενθουσιασμό του παιχνιδιού, προκαλώντας στην τρυφερή ψυχή του μικρού μια ρωγμή, που η θύμισή της δεν θα σβηστεί καθώς παίρνουν τα χρόνια. Ο Λούλης ο γόης, είναι ένας ολόασπρος ομορφόγατος που θεωρητικά τα έχει όλα, αλλά παρ' όλα αυτά δεν παίρνει τίποτα. Από την άλλη η Καμπουρίτσα είναι η ιστορία μιας ραχητικής κοπέλας, που προσπαθεί, ακολουθώντας καθημερινά το δικό της μοναχικό δρόμο, να σταθεί περήφανα πάνω στα ψηλά τακούνια της. Οι καμπούρες και τα εξογκώματα της δεν περνούν απαρατήρητα από τη γειτονιά του Λυκαβηττού, όμως κανένας δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τη ρωτήσει το πραγματικό της όνομα. Εκείνη πάλι δεν μιλούσε σε κανέναν. Σιωπή και από τις δύο πλευρές. Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για την Καμπουρίτσα.
Για ποια πράγματα, για ποιες αξίες μιλούν τα τέσσερα αυτά κείμενα του μεγάλου αυτού πεζογράφου;
Για την ανάγκη του ανθρώπου να βρει την ομορφιά, μέσα σ’ ένα σκληρό κόσμο. Για τον έρωτα και την αγάπη που έχει ανάγκη για να ισορροπήσει ως ύπαρξη. Για την εναρμόνισή του με τη φύση, και την ένταξη του μέσα σε αυτήν σαν ένα πολύ μικρό μέρος, μιας μεγάλης δημιουργίας.
Εσάς τι σας συγκινεί περισσότερο από τον λόγο του Μυριβήλη;
Η καθαρότητα της ματιάς του, κι ο συγκλονιστικός τρόπος που διηγείται.
Ποιες δυσκολίες έχει το ανέβασμα ενός λογοτεχνικού κειμένου στη σκηνή;
Μία από τις βασικές δυσκολίες είναι πως στη λογοτεχνία όλα είναι μνήμη. Αντιθέτως, στο θέατρο όλα συμβαίνουν σε παρόντα χρόνο. Ακόμα και αν έχεις flash back, αυτό οι θεατές το λαμβάνουν ως πληροφορία σε παρόντα σκηνικό χρόνο. Όπου υπάρχουν διαλογικά μέρη αυτά σαφώς και βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή. Εκεί όμως που δεν υπάρχουν πρέπει να βρεις έναν τρόπο να έχεις μια «δραστική» αφήγηση. Μοιάζει οξύμωρο, όμως στο θέατρο έχεις πολλούς τρόπους για να παίξεις μ’ αυτά. Εκτός απ’ το εικαστικό κομμάτι, υπάρχει το σώμα του ηθοποιού, υπάρχει το παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι που επιλέγαμε με επιτυχία ως παιδιά, σαν ένα μέσο να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Μία επιπλέον δυσκολία είναι, πως σ’ όλα αυτά πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο, γιατί αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι ο πλούσιος λόγος. Πρέπει πάντα να έχεις στο νου σου ν’ αφήνεις στον θεατή επαρκή χώρο, για να κάνει τη δική του προβολή στις εικόνες και στα συναισθήματα που του περιγράφεις.
Ο Μυριβήλης ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του 30». Πόσο σύγχρονος είναι σήμερα ένας συγγραφέας αυτής της γενιάς; Είναι διαχρονικά τα μηνύματά του;
Όσο οι ιστορικοί κύκλοι θ’ αναδεικνύουν την αδυναμία του ανθρώπου να διαχειριστεί τον νου του προς όφελος όλων κι όχι μόνο του εαυτού του, τόσο οι μεγάλοι συγγραφείς θα περιμένουν πάντα υπομονετικά, να δώσουν ένα χέρι πνευματικής βοήθειας. Στην περίπτωση των διηγημάτων της παράστασης, είναι ακόμα πιο εμφανές. Γιατί σε κανένα από αυτά δεν διαφαίνεται εξάρτηση από το χρόνο ή κάποια ταξική εξάρτηση που θα μπορούσε να αποκόψει τη σύνδεση του σημερινού θεατή μαζί τους. Επιπλέον, η στέρεη θέση ζωής που προβάλλει ο Μυριβήλης μέσα από το έργο του, δημιουργεί ένα στήριγμα ικανό να ελαφρύνει τον άνθρωπο από τις καθημερινές του αγωνίες και τους φόβους.
Το σημερινό θεατρικό κοινό δείχνει τα τελευταία χρόνια μεγάλη προτίμηση στα λογοτεχνικά κείμενα. Που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Θα απαντήσω αυτό που είπα και στην εγγονή του σε μία ανάλογη ερώτηση. Οι μεγάλοι μας ποιητές και πεζογράφοι ήταν πάντα εκεί. Και πάντα θα είναι.
Όμως φαίνεται πως τώρα η εποχή έχει ανάγκη τον Μυριβήλη.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία – δραματουργική σύνθεση: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος. Σκηνικά – Κοστούμια: Κατερίνα Σαβράνη
Μουσική: Χριστέλα Γκιζέλη. Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will. Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Μακρυγιάννη, τηλ.: 215 5158968.
Από 4 Νοεμβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Η παράσταση που έχει τίτλο «Χρωματιστές Γυναίκες» και παρουσιάζεται στο θέατρο Σφενδόνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη, είναι ένας ύμνος στη φύση. «Διάλεξα τέσσερα διαφορετικά μεταξύ τους διηγήματα, που δεν αναφέρονται στον πόλεμο. Διαισθάνθηκα πως αυτό που κυρίως ενδιέφερε τον Μυριβήλη είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να βρει τον πνευματικό του βηματισμό μακριά από οποιαδήποτε σκέψη πολέμου» λέει στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ο σκηνοθέτης που πρωταγωνιστεί στην παράσταση μαζί με την Ινώ Μενεγάκη και την Χριστέλα Γκιζέλη.
Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε καλλιτεχνικά με τη λογοτεχνία του Στρατή Μυριβήλη; Τι σας ενέπνευσε στο έργο του;
Όλα ξεκίνησαν από τη συμμετοχή μου στη σειρά της ΕΡΤ «Η ζωή εν τάφω». Ένα από τα μεγάλα ασφαλώς και ευρέως γνωστά έργα του. Η γνωριμία μου με την εγγονή του στα γυρίσματα που έκανα στο νησί και η αμοιβαία συμπάθεια υπήρξε καθοριστικός παράγοντας. Γιατί μετά από λίγο διάστημα, με αφορμή μία δουλειά που θα γινόταν στο Φεστιβάλ Αθηνών για κείνον, μου πρότεινε να διαβάσω κάποια από τα διηγήματά του. Μου έκανε δώρο τα «Χρωματιστά βιβλία».
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Αυτό που ένιωσα όταν τα διάβασα ήταν τόσο δυνατό, που απλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν ξέρω. Ήθελα να το μοιραστώ. Να το νιώσουν κι άλλοι εκτός από μένα.
Η παράσταση αποτελείται από τέσσερα διηγήματα του από τα «Χρωματιστά βιβλία», τη Ροδιά, τον Παντελή, τον Λούλη τον γόη και την Καμπουρίτσα. Με ποια κριτήρια κάνατε την επιλογή αυτών των τεσσάρων ιστοριών, και πως τα έχετε συνδέσει με το «Τραγούδι της Γης»;
Η αλήθεια είναι πως όταν έχεις καλό υλικό δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις και τι να αφήσεις πίσω. Ήθελα κατ' αρχάς να είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Κι αυτό γιατί με εντυπωσίασε η θεματολογική του ποικιλία, και η ικανότητά του να τα διαχειρίζεται όλα με μαγικό τρόπο. Επίσης επέλεξα να μην αναφέρονται στον πόλεμο. Διαισθάνθηκα πως αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να βρεί τον πνευματικό του βηματισμό μακριά από οποιαδήποτε σκέψη πολέμου. Γι αυτό «Το τραγούδι της γης» και τα αποσπάσματα που υπάρχουν στην παράσταση απ’ αυτό το υπέροχο λυρικό έργο, λειτουργούν σαν πυρήνας της. Σαν ένα σώμα με ισχυρό μαγνητικό πεδίο απ’ το οποίο έλκονται τα διηγήματα περιστρεφόμενα κυκλικά, όπως οι πλανήτες στο ηλιακό σύστημα.
Ποιοί είναι οι ήρωες του έργου;
Στην Ροδιά, ο ίδιος ο συγγραφέας μας γνωρίζει τον εφηβικό, ανεκπλήρωτο έρωτα του δεκάχρονου Στρατή με την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του Ροδιά μέσα στο ειδυλλιακό καλοκαιρινό τοπίο της Λέσβου. Στον Παντελή πρωταγωνιστεί ένας πιερότος, που δωρίζει ένας πατέρας στο παιδι του μια Πρωτοχρονιά. Ο πιερότος που χτυπά χαρούμενα τα πιατίνια του σακατεύεται κατά λάθος πάνω στον ενθουσιασμό του παιχνιδιού, προκαλώντας στην τρυφερή ψυχή του μικρού μια ρωγμή, που η θύμισή της δεν θα σβηστεί καθώς παίρνουν τα χρόνια. Ο Λούλης ο γόης, είναι ένας ολόασπρος ομορφόγατος που θεωρητικά τα έχει όλα, αλλά παρ' όλα αυτά δεν παίρνει τίποτα. Από την άλλη η Καμπουρίτσα είναι η ιστορία μιας ραχητικής κοπέλας, που προσπαθεί, ακολουθώντας καθημερινά το δικό της μοναχικό δρόμο, να σταθεί περήφανα πάνω στα ψηλά τακούνια της. Οι καμπούρες και τα εξογκώματα της δεν περνούν απαρατήρητα από τη γειτονιά του Λυκαβηττού, όμως κανένας δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να τη ρωτήσει το πραγματικό της όνομα. Εκείνη πάλι δεν μιλούσε σε κανέναν. Σιωπή και από τις δύο πλευρές. Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για την Καμπουρίτσα.
Για ποια πράγματα, για ποιες αξίες μιλούν τα τέσσερα αυτά κείμενα του μεγάλου αυτού πεζογράφου;
Για την ανάγκη του ανθρώπου να βρει την ομορφιά, μέσα σ’ ένα σκληρό κόσμο. Για τον έρωτα και την αγάπη που έχει ανάγκη για να ισορροπήσει ως ύπαρξη. Για την εναρμόνισή του με τη φύση, και την ένταξη του μέσα σε αυτήν σαν ένα πολύ μικρό μέρος, μιας μεγάλης δημιουργίας.
Εσάς τι σας συγκινεί περισσότερο από τον λόγο του Μυριβήλη;
Η καθαρότητα της ματιάς του, κι ο συγκλονιστικός τρόπος που διηγείται.
Ποιες δυσκολίες έχει το ανέβασμα ενός λογοτεχνικού κειμένου στη σκηνή;
Μία από τις βασικές δυσκολίες είναι πως στη λογοτεχνία όλα είναι μνήμη. Αντιθέτως, στο θέατρο όλα συμβαίνουν σε παρόντα χρόνο. Ακόμα και αν έχεις flash back, αυτό οι θεατές το λαμβάνουν ως πληροφορία σε παρόντα σκηνικό χρόνο. Όπου υπάρχουν διαλογικά μέρη αυτά σαφώς και βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή. Εκεί όμως που δεν υπάρχουν πρέπει να βρεις έναν τρόπο να έχεις μια «δραστική» αφήγηση. Μοιάζει οξύμωρο, όμως στο θέατρο έχεις πολλούς τρόπους για να παίξεις μ’ αυτά. Εκτός απ’ το εικαστικό κομμάτι, υπάρχει το σώμα του ηθοποιού, υπάρχει το παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι που επιλέγαμε με επιτυχία ως παιδιά, σαν ένα μέσο να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Μία επιπλέον δυσκολία είναι, πως σ’ όλα αυτά πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο, γιατί αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι ο πλούσιος λόγος. Πρέπει πάντα να έχεις στο νου σου ν’ αφήνεις στον θεατή επαρκή χώρο, για να κάνει τη δική του προβολή στις εικόνες και στα συναισθήματα που του περιγράφεις.
Ο Μυριβήλης ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του 30». Πόσο σύγχρονος είναι σήμερα ένας συγγραφέας αυτής της γενιάς; Είναι διαχρονικά τα μηνύματά του;
Όσο οι ιστορικοί κύκλοι θ’ αναδεικνύουν την αδυναμία του ανθρώπου να διαχειριστεί τον νου του προς όφελος όλων κι όχι μόνο του εαυτού του, τόσο οι μεγάλοι συγγραφείς θα περιμένουν πάντα υπομονετικά, να δώσουν ένα χέρι πνευματικής βοήθειας. Στην περίπτωση των διηγημάτων της παράστασης, είναι ακόμα πιο εμφανές. Γιατί σε κανένα από αυτά δεν διαφαίνεται εξάρτηση από το χρόνο ή κάποια ταξική εξάρτηση που θα μπορούσε να αποκόψει τη σύνδεση του σημερινού θεατή μαζί τους. Επιπλέον, η στέρεη θέση ζωής που προβάλλει ο Μυριβήλης μέσα από το έργο του, δημιουργεί ένα στήριγμα ικανό να ελαφρύνει τον άνθρωπο από τις καθημερινές του αγωνίες και τους φόβους.
Το σημερινό θεατρικό κοινό δείχνει τα τελευταία χρόνια μεγάλη προτίμηση στα λογοτεχνικά κείμενα. Που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Θα απαντήσω αυτό που είπα και στην εγγονή του σε μία ανάλογη ερώτηση. Οι μεγάλοι μας ποιητές και πεζογράφοι ήταν πάντα εκεί. Και πάντα θα είναι.
Όμως φαίνεται πως τώρα η εποχή έχει ανάγκη τον Μυριβήλη.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία – δραματουργική σύνθεση: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος. Σκηνικά – Κοστούμια: Κατερίνα Σαβράνη
Μουσική: Χριστέλα Γκιζέλη. Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will. Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Μακρυγιάννη, τηλ.: 215 5158968.
Από 4 Νοεμβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00