Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο τραγούδι του Γιώργου Χατζηνάσιου αγάπησα πρώτο. Θυμάμαι, όμως, πάντα μια γλυκύτητα στο βλέμμα του, μια σοβαρότητα σε ό,τι έκανε και μια αξιοπρέπεια που σπανίζει. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που ξεχώρισα σε αυτόν τον σπουδαίο Ελληνα συνθέτη και όταν του μίλησα. Πολύ γρήγορα ξέχασα ότι απευθυνόμουν σε ένα κομμάτι της μουσικής μας ιστορίας, ξέχασα το μέγεθος της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας που είχα απέναντί μου και ένιωσα σαν να μιλούσα με έναν φίλο. Με έναν άνθρωπο που έχει την τάση να αυτοσαρκάζεται, να τοποθετεί τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση και να μην επαφίεται στις δάφνες του.


«Πιάνο ή βιολί;» ήταν το ερώτημα που του έκανε ο μπαμπάς του σε ηλικία μόλις έξι ετών. Ο ίδιος, καθηγητής, μουσικός και σαξοφωνίστας, είχε καταλάβει ότι ο Γιώργος είχε ταλέντο στη μουσική. «Ηταν σαν ένα τηλεοπτικό σκετς», θυμάται ο κύριος Χατζηνάσιος. «Ενα σκετς που ο μπαμπάς λέει στον γιο του: “Ξέρω ότι έχεις ταλέντο, τι όργανο θέλεις να παίξεις, βιολί ή πιάνο;”. Εγώ έβλεπα τους συνεργάτες του πατέρα μου που έπαιζαν βιολί και είχαν αυτό το σημάδι στον λαιμό και, επειδή είμαι, όπως φαίνεται, νάρκισσος (γέλια), αποφάσισα να μάθω πιάνο».


Και κάπως έτσι ξεκίνησε τις σπουδές στο ωδείο και, παράλληλα, σχεδόν συνωμοτικά, ο πατέρας του τού πέρασε το μικρόβιο της τζαζ. «Θέμα τύχης, δηλαδή, το πιάνο;», αναρωτιέμαι, αλλά ο κ. Χατζηνάσιος με διορθώνει. «Οχι τύχη. Είναι το ένστικτό μου που με καθοδηγεί σε όλη μου τη ζωή».


Από έξι χρόνων στο ωδείο και από δεκατριών στο μεροκάματο. Οταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες της Θεσσαλονίκης, εκείνος έπαιζε μουσική για τους ναύτες του 6ου στόλου σε καμπαρέ. Εκείνοι συναντούσαν γυναίκες όλων των εθνικοτήτων και εκείνος από τις 6 μέχρι τις 8 (γιατί είχε και σχολείο το πρωί) έπαιζε σε μια ορχήστρα με μουσικούς πολύ μεγαλύτερους από αυτόν. Ενα ξανθό αγόρι με κοντά παντελονάκια, που παρακάλεσε και τελικά έπεισε τον γυμνασιάρχη να τον αφήσει να έχει λίγο πιο μακριά μαλλιά, καθόταν στο πιάνο και έπαιζε τζαζ για να βοηθήσει οικονομικά τον πατέρα του, ως όφειλε, σαν πρωτότοκος γιος.


«Επαιζα τζαζ όπως παίζουν τα παιδιά στην Αμερική και αυτό μου δημιούργησε μια διεθνή αίσθηση της μουσικής. Μια αίσθηση ότι μπορεί να κάνεις τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Επαιζα κομμάτια του Πόρτερ και άλλων συνθετών, που τα διάβαζα μόνο στο “Billboard”, και αισθανόμουν ότι ήμουν ένας από αυτούς, σε μια Θεσσαλονίκη πολύ φτωχή».


Μαγεμένη, τον ακούω να περιγράφει με απόλυτη φυσικότητα ότι σε ηλικία 13 χρόνων ένας νέγρος που τον άκουσε να παίζει πιάνο στο καμπαρέ τον κάλεσε στο πλοίο Σαρατόγκα και τον σύστησε ως παιδί θαύμα. «Ολοι οι Θεσσαλονικείς πήγαιναν γύρω-γύρω από το πλοίο με καραβάκια για να το δουν από κοντά και εγώ ανέβηκα πάνω. Είχε γυαλιστερά πατώματα και τεράστιες αίθουσες και κάποια στιγμή έφτασα σε έναν χώρο με τζάμια και στη μέση ένα μεγάλο, άσπρο πιάνο. Ενας ναύτης με παρουσιάζει στο κοινό λέγοντας: “Δεν περίμενα σε αυτή τη χώρα, που ούτε καν τη γνώριζα, να δω έναν άνθρωπο που να παίζει τόσο καλά τα νέγρικα, ενώ είναι τόσο άσπρος”», θυμάται ο Χατζηνάσιος και συγκινείται.


Μερικά χρόνια αργότερα και για να κολακέψει την εταιρεία, όπως λέει ο ίδιος, ήρθε το πρώτο 45άρι. Το «Κρίμα το μπόι σου» και η συνεργασία με τη Μαρινέλλα, που γνώριζε ήδη από τη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει και λίγα χρόνια αργότερα, το 1978, στο σημείωμα του δίσκου «Σήμερα», έφεραν τεράστιες επιτυχίες και πωλήσεις πάνω από 250.000.


Εχει συνεργαστεί με τους περισσότερους Ελληνες τραγουδιστές, έχει γράψει τραγούδια που άφησαν ιστορία και έχει σφραγίσει το όνομά του με το «Μάθημα Σολφέζ». Ο ίδιος ξεχωρίζει το «Γαλάζια γράμματα» με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη, τον «Ανθρωπάκο» από την Τάνια Τσανακλίδου, το «Τι θέλεις να κάνω» και το «Ποιος θα συγκριθεί μαζί σου» του Γιάννη Πάριου, το «Πώς» από τον Πασχάλη, αλλά και το «Ανοιξε το παράθυρο» με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη.


Σε μια κουβέντα που είναι κάτι παραπάνω από απολαυστική, φτάνουμε στο σήμερα. Στη συνεργασία με τον Γιώργο Θεοφάνους και τη συναυλία που ετοιμάζουν στις 10 Ιουλίου στο Βεάκειο. Δύο πιάνα στη σκηνή, όπως ακριβώς έκανε ο Χατζηνάσιος με άλλους σπουδαίους συνθέτες, τον Μίμη Πλέσσα, τον Στέφανο Κορκολή, τον Μάριο Τόκα. Τη δεκαετία του ’80 και μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, η διοίκηση της ΕΡΤ τον είχε αποκλείσει από το πρόγραμμά της και η ιδέα με τα δύο πιάνα στη σκηνή ήταν ο τρόπος που ο ίδιος διάλεξε για να παίξει μουσική ζωντανά. Σαράντα χρόνια μετά, η τόσο επιτυχημένη ιδέα παραμένει ζωντανή, με το κοινό να απολαμβάνει τις μουσικές «κόντρες» των δύο συνθετών σε κάθε συναυλία.


Ο Ελληνας συνθέτης έχει μια πολύ δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Η γυναίκα του είναι το στήριγμά του όλα αυτά τα χρόνια και τα τρία τους παιδιά, αν και έχουν ακολουθήσει λίγο διαφορετικούς δρόμους, έχουν πάντα επαφή με τη μουσική. Τον ρωτάω τι παίζει στο σπίτι του και απαντά με ευκολία. «Τζαζ παίζω μόνο για κάποιους λίγους φίλους. Η γυναίκα μου ούτε να ακούσει δεν θέλει. Οι γυναίκες γενικά βγάζουν αφρούς με την τζαζ, θεωρούν ότι είναι η πιο απαίσια μουσική που υπάρχει», διαπιστώνει γελώντας και συνεχίζει: «Η τζαζ δεν αφορά κανέναν Ελληνα, Γερμανό ή Ιταλό. Η τζαζ με βοήθησε, όμως, πολύ στην ενορχήστρωση και στη σύνθεση τραγουδιών. Δεν είμαι υπερφίαλος, αλλά το “Σε όποιον αρέσουμε” γράφτηκε το 1987 και νομίζεις ότι γράφτηκε σήμερα. Η τζαζ με έκανε να αισθάνομαι πολύ πιο μπροστά από την εποχή μου και αυτό το νιώθω ακόμα πολύ έντονα».