Ακριβώς 110 χρόνια κλείνουν φέτος από τη γενέθλια ημέρα του «κυρ Γιώργη», του πρωταγωνιστή εκείνου του ασπρόμαυρου «Λούνα παρκ» της καρδιάς μας. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ, στις 12 Ιουλίου 1912, στο Διακοφτό. Σ’ ένα δίπατο σπίτι δίπλα στις γραμμές του τρένου και ήταν το 7ο από τα οκτώ παιδιά (και όχι το 8ο από τα 10, όπως γράφεται συνήθως) της οικογένειάς του.

Ο πατέρας του, ονόματι Σπηλιώτης, έχοντας επιστρέψει άνεργος από τις ΗΠΑ, γνώρισε τη μητέρα του, Μαρία, την παντρεύτηκε και έκτοτε βιοποριζόταν διατηρώντας το περίπτερο στην παραλία του χωριού.

Σταχυολογώ από το βιβλίο «Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Ο πρίγκιπας της ελληνικής κωμωδίας» του δημοσιογράφου Κάρολου Μωραΐτη (κυκλοφόρησε το 1993): «Ηταν πολύ καλός μαθητής, αυτό που λένε “υπόδειγμα”, όμως και υπερβολικά ατίθασος. Βασάνιζε συμμαθητές και ζώα, ώσπου μια μέρα σταμάτησε να τα πειράζει, ύστερα από ένα τετράστιχο που διάβασε σ’ ένα απόκομμα εφημερίδας: “Η καλοσύνη είπε η γιαγιά,/μονάχα η καλοσύνη,/όλα στον κόσμο φεύγουνε,/μόνη απομένει εκείνη”. (...).

Το 1924 γράφτηκε στο γυμνάσιο του Αιγίου και τότε (...) άρχισε να διαβάζει Ελληνική Γραμματεία, όταν ξετύλιξε τις σαρδέλες για να δει τι έγραφε το χαρτί με το οποίο τις είχε τυλίξει ο μπακάλης. Ηταν μια σελίδα βιβλίου με ένα μεταφρασμένο απόσπασμα του Ηροδότου!

Εκείνη την εποχή έτυχε να παρακολουθήσει μια παράσταση ενός περιοδεύοντος θιάσου: “Ο βαρκάρης του Βόλγα” (...). Μετά από αυτήν ο μικρός Διονύσης αποφάσισε πως θα γινόταν ηθοποιός. Οργάνωσε, λοιπόν, παράσταση (...) με τους συμμαθητές του (...). Μετά την παράσταση κόσμος τον περίμενε να τον συγχαρεί. Ανάμεσά τους και μια συμμαθήτριά του, η οποία τον φίλησε και ο Νιόνιος “έχασε το φως του”. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η μικρή μετακόμισε και έχασε τα ίχνη της, χωρίς κανείς να μπορεί να του απαντήσει πού βρισκόταν, όπως ο ίδιος δήλωσε 3,5 δεκαετίες αργότερα σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Βραδυνή” (...). Για 6 χρόνια προσπαθούσε να πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει. Τελικά, μεταχειρίστηκε ένα τέχνασμα: έβαλε τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα να ζητήσει από τους θεοσεβούμενους γονείς του να του επιτρέψουν να σπουδάσει σε ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας. Πήγε στην Αθήνα (...) και αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα (...αν και) την πρώτη φορά τον είχαν κόψει στις εισαγωγικές εξετάσεις, διότι πρόφερε βαθιά το “λάμδα” και το “σίγμα”».

O Παπαγιαννόπουλος δεν παντρεύτηκε ποτέ, όμως μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρξε μέγας γυναικοκατακτητής: «Τη βλέπεις αυτή την καράφλα; Πόσες τρίχες λείπουν; Ε, κάθε τρίχα είναι και μια ικανοποιημένη γυναίκα», συνήθιζε να λέει, μεταξύ σοβαρού και αστείου. Ως γνήσιος τζέντλεμαν, όμως, ουδέποτε εξέθεσε (δημόσια ή ιδιωτικά) κάποια εξ αυτών: «Ούτε ωραίος είμαι, ούτε τον γόη κάνω και δεν σέρνονται οι γυναίκες πίσω μου. Εξάλλου, δεν είναι σωστό να κάθεται κανείς και να αραδιάζει κατακτήσεις», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του.

Οσο μεγάλωνε ο «κυρ Γιώργης» είχε, λέει, αδυναμία στις (κατά πολύ) νεότερές του γυναίκες, τις οποίες αποκαλούσε «ανιψιές» του. Αρκετές από αυτές είχε γνωρίσει ο σκηνοθέτης (μεταξύ άλλων και του «Λούνα παρκ») Γιάννης Δαλιανίδης. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όταν κάποια τύχαινε να είναι και νεαρή ηθοποιός, εκείνος προσπαθούσε να τη βοηθήσει και του ζητούσε «ένα μικρό ρολάκι για την ανιψιά μου».

Οταν, δε, φίλοι και γνωστοί τον ρωτούσαν γιατί έμεινε «γεροντοπαλίκαρο», τους απαντούσε αφοπλιστικά: «Εγώ ροχαλίζω πολύ, ποια γυναίκα θα με ανεχτεί;». Στο ίδιο ερώτημα, όμως, η απάντηση προς τον Αλέκο Σακελλάριο ήταν... καταπέλτης: «Εγώ να παντρευτώ; Δεν πάω να πνιγώ καλύτερα;».

«Κοιμηθήκαμε με ανοιχτό παράθυρο»

Ο αστικός μύθος θέλει τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο να μένει τελικά ανύπαντρος ένεκα της ερωτικής απογοήτευσης που βίωσε όταν η Αννα Καλουτά τον αρνήθηκε για χάρη του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Ο ανιψιός του, πάντως, ο ηθοποιός Τάσος Βλαστός (γιος της αδελφής του), ισχυρίζεται πως το παραπάνω είναι μεν αληθές, αλλά κατά το... ήμισυ: «Ο Νιόνιος είχε κρυφή σχέση με μια άλλη γυναίκα, ήθελε να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά, αλλά δεν ήταν εφικτό αυτό, καθώς εκείνη (...) ήταν ήδη παντρεμένη».

Για το τέλος, μια μαρτυρία της καλλονής Ρίκας Διαλυνά, από την εποχή του «Ενας βλάκας και μισός»: «Τότε έστελναν αμάξια να μας πηγαίνουν στις 5.30-6 το πρωί στα γυρίσματα. Φόραγα εγώ το φουστανάκι μου, το μαντιλάκι μου και στο γύρισμα άλλαζα, έβαζα ρόμπες και φορέματα με φουρό και γινόμουν η σέξι ντάμα. Μετά τα ίδια, άλλαζα και μας γυρνούσαν στα σπίτια μας. Ενα βράδυ λέει ο Ευθυμίου του Παπαγιαννόπουλου: “Καλά, αυτή η Διαλυνά πότε έρχεται, πότε φεύγει και δεν τη βλέπουμε;”. Κι εγώ ήμουν στο ίδιο αμάξι, μαζί τους (γέλια). Του Ευθυμίου του άρεσα ως κορίτσι και το ’χε καταλάβει ο Παπαγιαννόπουλος, που ήταν μέγα πειραχτήρι. Ενα βράδυ έκανε ότι βήχει: “Βρε Ρίκα, χθες κοιμηθήκαμε με ανοιχτό παράθυρο και κρύωσα, μην το ξανακάνουμε!”. Ο καημένος ο Ευθυμίου αναψοκοκκίνιζε και τα έβαφε μαύρα (γέλια). Ο Παπαγιαννόπουλος τα είχε τότε με μια φίλη μου ηθοποιό, συνομήλική μου, αλλά δεν θα σας πω το όνομά της».

*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Secret της εφημερίδας Παραπολιτικά στις 9 Ιουλίου 2022