Ένα ανοιχτό ερώτηµα απασχολεί την Ευρώπη και όχι µόνον τη Γερµανία. Η µακροβιότερη και επιτυχηµένη σιδηρά καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ οδεύει στην έξοδο. Επειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία, το ερώτηµα παραµένει αναπάντητο, µιας και µια τέτοια διαδοχή δεν αφορά τη Γερµανία µόνον, αλλά ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Χριστιανοδηµοκρατική Ενωση (CDU) της Γερµανίδας καγκελαρίου κυβερνάει την Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας, που φέτος γίνεται 71 ετών, επί συνολικά 50 χρόνια. Όταν ολοκληρωθεί η θητεία της Μέρκελ, το ερχόµενο φθινόπωρο, το πιθανότερο είναι να τη διαδεχθεί ένας άλλος χριστιανοδηµοκράτης. Ποιος θα είναι αυτός;

Μέσα στις επόµενες εβδοµάδες, το CDU θα πραγµατοποιήσει το 33ο συνέδριό του και θα επιλέξει τον νέο ηγέτη του. Όποιος κι αν είναι αυτός, πιθανότατα θα χριστεί και υποψήφιος του CDU για την καγκελαρία όταν αποχωρήσει η Μέρκελ. Και όλα δείχνουν πως το CDU θα αναδειχθεί πρώτο κόµµα στις γενικές εκλογές του προσεχούς Σεπτεµβρίου, οπότε θα ηγηθεί και του σχηµατισµού της επόµενης γερµανικής κυβέρνησης. Οι τρεις άνδρες που διαγκωνίζονται για την κορυφαία θέση στο κόµµα δεν είναι και τόσο γνωστοί εκτός Γερµανίας. Ο πρώτος (κατ’ αλφαβητική σειρά) είναι ο Αρµιν Λάσετ, ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας και επί µακρόν πιστός εργάτης του κόµµατος, µε µεγάλες ικανότητες, αλλά ίσως όχι εξίσου µεγάλο ηγετικό χάρισµα.

Επόμενος είναι ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος είχε διατελέσει επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του CDU στην Οµοσπονδιακή Βουλή πριν από δύο δεκαετίες, ώσπου εκτοπίστηκε από τη Μέρκελ, όταν εκείνη ανελίχθηκε στην κορυφή του κόµµατος. Από τότε ο Μερτς εργάστηκε στον ιδιωτικό τοµέα, έβγαλε πάρα πολλά χρήµατα και τώρα επιδιώκει να επιστρέψει στην πολιτική.

Ο τρίτος υποψήφιος είναι ο Νόρµπερτ Ρέτγκεν, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Μπούντεσταγκ. Ευνοούµενος κάποια εποχή της Μέρκελ, διετέλεσε για ένα σύντοµο χρονικό διάστηµα υπουργός Περιβάλλοντος επί καγκελαρίας της. Χωρίς να το λέει ρητά η καγκελάριος, η δική της προτίµηση για τη διαδοχή στην ηγεσία του κόµµατος είναι ο Λάσετ, ενδεχοµένως επειδή µε τους άλλους δύο η «µούτι» (µαµά) της Γερµανίας έχει εκκρεµείς λογαριασµούς και η πορεία τους προς την εξουσία είναι διάσπαρτη µε τα «πτώµατα» των λιγότερο ισχυρών αντιπάλων τους. Λόγω του COVID-19, το επερχόµενο συνέδριο του CDU, που θα αναδείξει και τον επόµενο αρχηγό του κόµµατος, θα διεξαχθεί κατά πάσα πιθανότητα διαδικτυακά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, φαίνεται ότι το κόµµα θα αποφασίσει τον επόµενο αρχηγό του εντός του µηνός.

Ένα προφανές ερώτηµα είναι τι πρεσβεύει κάθε υποψήφιος, αλλά η απάντηση σε αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολη µέσα σε αυτό το ανιαρά -αλλά ίσως ευτυχώςκεντρώο πολιτικό σύστηµα. Η γερµανική Ακροαριστερά και Ακροδεξιά συγκεντρώνουν και οι δύο µαζί µόνο περίπου 20% στις δηµοσκοπήσεις. Οι περισσότεροι Γερµανοί ψηφοφόροι προτιµούν τα µεγάλα κόµµατα (και κυρίως το CDU), τα οποία λειτουργούν περίπου σαν σούπερ µάρκετ, προσφέροντας λίγο απ’ όλα και από κάτι για τον καθένα, χωρίς εκπλήξεις ή τοµές.

Τα «καλλιστεία» του CDU δεν µοιάζουν σε τίποτα µε το «τρενάκι του τρόµου» που ζήσαµε νωρίτερα το 2020 στις ΗΠΑ, στον αγώνα των υποψηφίων των ∆ηµοκρατικών για το χρίσµα για τις προεδρικές εκλογές, όπου οι γερουσιαστές Μπέρνι Σάντερς του Βερµόντ και Ελίζαµπεθ Γουόρεν της Μασαχουσέτης είχαν προωθήσει ένα ξεκάθαρα αριστερόστροφο πολιτικό πρόγραµµα. Ταυτόχρονα, όµως, η Γερµανία δεν έχει έναν Ντόναλντ Τραµπ επικεφαλής της. Η κυρίαρχη πολιτική τάση στη χώρα είναι «πάνω απ’ όλα η συνέχεια».

Έτσι, ο Λάσετ ποντάρει στην εµπειρία που έχει αποκοµίσει ως πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου από τα 16 κρατίδια της Γερµανίας - ένα πλεονέκτηµα που δεν διαθέτουν οι αντίπαλοί του, Μερτς και Ρέτγκεν. Το άρρητο σλόγκαν της προεκλογικής εκστρατείας του µπορεί να αποτυπωθεί ως: «Ακόµα τέσσερα χρόνια µερκελισµού», δηλαδή αποφυγή οποιασδήποτε απότοµης µεταστροφής, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Ο Μερτς, από την άλλη, ο οποίος ξεκίνησε την εκστρατεία του προτάσσοντας το δεξί άκρο του CDU (περισσότερος ατλαντισµός και οικονοµία ελεύθερης αγοράς), έχει φροντίσει να εξισορροπήσει προσεκτικά τους τόνους του. Και αυτός δεν επιθυµεί «ρήξη» µε το παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα πιστεύει ότι η Γερµανία «έχει επιβραδύνει υπέρ το δέον». Άρα, προτιµάει να το παίζει και έτσι και αλλιώς.

Ο Ρέτγκεν, ο νεότερος από τους τρεις, δείχνει να είναι και ο τολµηρότερος. ∆ιατυµπανίζοντας τα διαπιστευτήριά του ως εµπειρογνώµονα της εξωτερικής πολιτικής, εµφανίζεται σκληρότερος απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα από τους άλλους δύο. Φροντίζει, ωστόσο, και αυτός να µην αποκαρδιώνει το κοινό του, διακηρύσσοντας ότι υπό την ηγεσία του δεν θα υπάρξει «ούτε απόλυτη συνέχεια ούτε και ρήξη» µε την εποχή της Μέρκελ.

Φαίνεται, λοιπόν, πως η σταθερότητα θα εξακολουθήσει να διαδραµατίζει κεντρικό ρόλο στη γερµανική πολιτική σκηνή. Στη Γερµανία δεν υπάρχει ούτε κάποιο ακροδεξιό µόρφωµα, όπως εκείνο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία ή του Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, ούτε κάποιος ριζοσπαστικός αριστεριστής, όπως ο Τζέρεµι Κόρµπιν, ο πρώην ηγέτης του Εργατικού Κόµµατος στη Βρετανία. Και ενώ οι ΗΠΑ και το Ηνωµένο Βασίλειο έχουν ουσιαστικά δικοµµατικό πολιτικό σύστηµα, η Γερµανία, όπως και οι περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, έχουν πολυκοµµατικά συστήµατα, όπου την εξουσία καταλαµβάνει συνήθως κάποιος πολυσυλλεκτικός συνασπισµός, κάτι που αποσοβεί και τις ριζικές µετατοπίσεις από τη µια κυβέρνηση στην άλλη µε κάθε εκλογική αναµέτρηση.

Σε κάθε περίπτωση, όποιος κερδίσει τον αγώνα για την αρχηγία του CDU τον Ιανουάριο και γίνει καγκελάριος τον Σεπτέµβριο θα πρέπει να κυβερνήσει µαζί µε ένα ή και δύο άλλα κόµµατα. Ενισχυµένα από την πανδηµία, η οποία έχει ευνοήσει τις καθεστηκυΐες δυνάµεις, το CDU και το αδελφό του κόµµα της Βαυαρίας, το CSU, πιθανότατα θα εξασφαλίσουν περίπου 35% των ψήφων. Οι Πράσινοι από τα αριστερά τους ενδέχεται να συγκεντρώσουν περίπου 20% και να γίνουν, έτσι, ένας αναµενόµενος εταίρος για συνασπισµό µε το CDU / CSU.

Πέρα από τους τρεις δηλωµένους διεκδικητές της αρχηγίας του CDU, υπάρχουν και δύο αουτσάιντερ, που, αντί να ακολουθήσουν τη συµβατική διαδροµή -δηλαδή πρώτα να γίνουν αρχηγοί του κόµµατος και µετά να διεκδικήσουν την καγκελαρία-, επιδίδονται σε ένα παιχνίδι αναµονής: Ισως το κόµµα βαρεθεί το τρίο των Λάσετ, Μερτς και Ρέτγκεν και προτιµήσει κάποιον που βρίσκεται καθηµερινά σε δηµόσια θέα.

Ο ένας είναι ο υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, ένας εργατικός πολιτικός καριέρας, που, χάρη στον COVID-19, βρίσκεται συνεχώς στις ειδήσεις. Ο άλλος είναι ο αρχηγός του CSU της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ, ένας άνθρωπος µε φλογερή φιλοδοξία, που συµµετέχει ακούραστα σε άπειρους κύκλους συνεντεύξεων και εκποµπών. Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους πέντε υποψηφίους δεν θα απεργαζόταν µια εξέγερση εναντίον της «µαµάς» Μέρκελ και της κληρονοµιάς της.

Κατά συνέπεια, µπορεί κανείς να προβλέψει µε βεβαιότητα ότι και ο επόµενος καγκελάριος της Γερµανίας θα είναι µια «Μέρκελ» χωρίς το «Αγκελα».