Ήταν 15η Νοεµβρίου του 1941 και ο υπαρχηγός του Αϊχµαν, Ντίτερ Βισλιτσένι, µαζί µε τον υπεύθυνο Ιουδαϊκής Μετανάστευσης, συνταγµατάρχη των Ες-Ες, Φραντς Νόβακ, κατέστρωναν το σχέδιο «Μαδαγασκάρη» κατόπιν επιθυµίας του Χίτλερ. Η µελέτη του σχεδίου αποκαλύπτει µια άγνωστη πτυχή του εβραϊκού ζητήµατος.

Στις 20 Οκτωβρίου 2015, µια δήλωση του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπέντζαµιν Νετανιάχου, ενώπιον του Παγκόσµιου Εβραϊκού Συµβουλίου στην Ιερουσαλήµ έκανε τον γύρο του κόσµου και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, επειδή εµφανιζόταν να απαλλάσσει τον Χίτλερ από τις ευθύνες του για το Ολοκαύτωµα των Εβραίων. Στην οµιλία του ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε µια σειρά επιθέσεων µουσουλµάνων εναντίον Εβραίων της Παλαιστίνης τη δεκαετία του 1920 και υποστήριξε ότι τις υποκινούσε ο τότε µουφτής της Ιερουσαλήµ, Μοχάµεντ Αµίν αλ Χουσεϊνί. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου, ο µουφτής επισκέφθηκε το Βερολίνο το 1941 και ο Νετανιάχου είπε ότι η συνάντηση εκείνη έπαιξε πολύ σηµαντικό ρόλο στην απόφαση του αρχηγού του γερµανικού Ράιχ να εξαπoλύσει το Ολοκαύτωµα για την εξόντωση των Εβραίων.

Ο Χίτλερ εκείνη την περίοδο δεν ήθελε να εξοντώσει τους Εβραίους, αλλά να τους εκδιώξει. Τότε ο Αλ Χουσεϊνί πήγε να τον δει και του είπε: «Αν τους απελάσετε, θα έρθουν όλοι εδώ, στην Παλαιστίνη». «Και τι να κάνω;», ρώτησε ο Χίτλερ. Ο µουφτής απλά του απάντησε: «Κάψ’ τους».

Ο Νετανιάχου, ο πατέρας του οποίου ήταν εξέχων ιστορικός, δέχτηκε αµέσως σφοδρές επικρίσεις από την αντιπολίτευση στη χώρα του, αλλά και από πολλούς άλλους ειδικούς στο θέµα του Ολοκαυτώµατος. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, όµως, εµφανίστηκε βέβαιος. Τόνισε ακόµα πως ο αξιωµατικός των Ες-Ες, Ντίτερ Βισλιτσένι, από τους υπαρχηγούς του Αϊχµαν, κατέθεσε στη Νυρεµβέργη ότι ο µουφτής κατ’ επανάληψη πρότεινε στη γερµανική ηγεσία την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Ωστόσο, ο Χίτλερ την εποχή εκείνη δεν ήταν έτοιµος και δεν επιθυµούσε τη φυσική τους εξόντωση, αλλά προτιµούσε την αποµάκρυνση των Εβραίων από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι προετοιµασίες µάλιστα για µια µαζική µετανάστευσή τους στην Αφρική ή σε κάποιο νησί του Ινδικού Ωκεανού (Μαδαγασκάρη) είχε προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθµό, ένα σχέδιο που είχε προταθεί από τους Πολωνούς και είχε εκπονηθεί στο Βερολίνο. Στη γερµανική πρωτεύουσα µάλιστα είχε δηµιουργηθεί και αρµόδιο γραφείο για την ιουδαϊκή µετανάστευση, στην οδό Kurfurstenstr 116 (Reichszentrale fur Judisch Auswanderung), µε υπεύθυνο τον γνωστό Αντολφ Αϊχµαν (Οκτώβριος 1939).

Από τις αρχές του 1933 µέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1941, οπότε ανεστάλη οριστικά η µετανάστευση των Εβραίων από τη Γερµανία, είχαν µεταναστεύσει για τη Βόρεια Αµερική 57.189 Εβραίοι, την Κεντρική Αµερική 9.728, τη Νότια Αµερική 53.472, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία 4.015, την Αφρική 14.760, την Ασία 16.374, την Παλαιστίνη 53.430 και τις ουδέτερες χώρες της Ευρώπης 143.326 Εβραίοι, συνολικά δηλαδή 352.294 από τον συνολικό αριθµό των 525.000 Εβραίων της Γερµανίας.

Οπως ήταν φυσικό, τον χειµώνα του 1939- 1940 οι ρυθµοί µετανάστευσης λόγω του πολέµου ήταν εξαιρετικά αργοί. Εντούτοις, η γερµανική υπηρεσία της ιουδαϊκής µετανάστευσης στελεχώθηκε µε περισσότερο προσωπικό από τη Βιέννη και την Πράγα. Μαζί µε τον Αϊχµαν υπηρετούσαν τρεις αξιωµατικοί των Ες-Ες (Νόβακ, Στούσκα, Μπούργκερ) και µια οµάδα έξι Γερµανών Volksdeutsche (Γερµανοί της ∆ιασποράς), µε επικεφαλής τον αξιωµατικό των Ες-Ες Καρλ Χρόσινεκ.

Ενας νοµικός, ο δρ Ραγιάκοβιτς, µελέτησε τις λεπτοµέρειες του σχεδίου «Μαδαγασκάρη» µαζί µε τον διευθυντή της Εγκληµατολογικής Υπηρεσίας (Reichs Κriminal Polizei director - Amt IV), στρατηγό Μίλερ. Σύµφωνα µε το σχέδιο, µετά τη στρατιωτική ήττα της Γαλλίας η Μαδαγασκάρη θα γινόταν προτεκτοράτο υπό γερµανική διοίκηση και οι Εβραίοι της Ευρώπης θα αποκτούσαν µια νέα πατρίδα. Εκτός από τους Ραγιάκοβιτς και Μίλερ, θετικός στην υλοποίηση του σχεδίου αυτού ήταν και ο αρχηγός της RSHA, Ράινχαρντ Χάιντρικ. Ο συντάκτης του σχεδίου «Μαδαγασκάρη» είχε µελετήσει τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του νησιού, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του, το κλίµα και τις συνθήκες που υπήρχαν. Πρόσθετες πληροφορίες στο ζήτηµα αυτό είχε δώσει το Γερµανικό Ινστιτούτο του Αµβούργου. Σύµφωνα µε το τελικό σχέδιο, ο ντόπιος πληθυσµός θα µεταφερόταν σταδιακά στις άλλες γαλλικές αποικίες της Αφρικής. Σε µια επιστολή του προς τον Ρίµπεντροπ, ο Χάιντρικ τόνισε ότι µε τη λύση «Μαδαγασκάρη» θα επιλυόταν µια για πάντα το ζήτηµα των Εβραίων της Ευρώπης (24 Ιουνίου 1940).

Οπως ήταν φυσικό, και καθώς η διαβούλευση συνεχιζόταν, αρκετοί Εβραίοι της ∆ιασποράς και της Ευρώπης είχαν γνώση του σχεδίου. Ο πρόεδρος του Εβραϊκού Συµβουλίου στο γκέτο της Βαρσοβίας, για παράδειγµα, ο Ανταµ Τσερνιάκοβ, σηµείωσε την 1η Ιουλίου 1940 στο ηµερολόγιό του ότι έµαθε από έναν αξιωµατικό της Gestapo την ύπαρξη ενός σχεδίου µετανάστευσης των Εβραίων, που θα το υλοποιούσε µια γερµανική υπηρεσία. Το ζήτηµα της µετανάστευσης των Εβραίων από την Ευρώπη απασχόλησε για πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα τη διεθνή κοινότητα. Το 1938 η πολωνική κυβέρνηση, που είχε τους περισσότερους Εβραίους υπό τον έλεγχό της (2.500.000) και επιδίωκε να απαλλαγεί από τους ανεπιθύµητους γείτονες, πρότεινε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την ίδρυση ενός ιουδαϊκού κράτους στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής, και ειδικότερα στο νησί της Μαδαγασκάρης, που την εποχή εκείνη ανήκε στη γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία. Η Μαδαγασκάρη, έχοντας έκταση 592.000 τ.χλµ. περίπου, ήταν δύο φορές µεγαλύτερη από την Πολωνία και 22 φορές από την Παλαιστίνη.

Αρχικά, η Γαλλία υποσχέθηκε να εξετάσει το πολωνικό αίτηµα και, καθώς οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Αµερικής ήταν απρόθυµες να υποδεχτούν τους χιλιάδες Εβραίους, πραγµατοποιήθηκε στη γαλλική πόλη Εβιάν µια σύσκεψη των ενδιαφερόµενων πλευρών. Στο σχέδιο µετεγκατάστασης, όµως, από την αρχή είχαν διαφωνήσει οι πλούσιες εβραϊκές κοινότητες των ΗΠΑ και η ιουδαϊκή ελίτ του Λονδίνου (τραπεζίτες και διανόηση), οι οποίοι αφενός δεν επιθυµούσαν τη µαζική µετανάστευση των Εβραίων της Ανατολής στις πόλεις όπου διέµεναν, επειδή ήταν προφανές πως κάτι τέτοιο θα ήταν αρνητικό για την ιεραρχία και το κοινωνικό προφίλ τους, αφετέρου, επειδή η λύση «Μαδαγασκάρη» δεν τους ικανοποιούσε, προτιµούσαν την επιστροφή των Εβραίων της ∆ιασποράς στην Παλαιστίνη, όπου αντιδρούσαν όµως οι Αραβες. Παρόλο που η πολωνική και η γερµανική πλευρά, µε επικεφαλής τον τραπεζίτη και υπουργό δρα Σαχτ κινητοποιήθηκαν δυναµικά, προκειµένου το σχέδιό τους να υλοποιηθεί, η ιδέα συνάντησε από την αρχή ουσιαστικές δυσκολίες.

Ο Σαχτ πρότεινε πως το όλο εγχείρηµα θα µπορούσε να χρηµατοδοτηθεί µε ένα διεθνές δάνειο, που θα έδιναν οι εβραϊκές τράπεζες και ιδρύµατα, για να ανοικοδοµήσουν την οικονοµία του νέου ιουδαϊκού κράτους. Η Γερµανία θα µπορούσε να πληρώσει το χρέος που της αναλογούσε, έντοκο, µέσα σε διάστηµα 20 ετών. Οπως ήταν φυσικό, η ιδέα αντιµετωπίστηκε εξαρχής µε δυσπιστία, κυρίως από την εβραϊκή ελίτ και τις τράπεζες που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Τεχνικά, το σχέδιο απέτυχε, όταν στο τέλος και η βρετανική κυβέρνηση αρνήθηκε να εγγυηθεί την ελεύθερη διέλευση των πλοίων που θα µετέφεραν τους Εβραίους, παρόλο που η «διακρατική επιτροπή» εγγυήθηκε πως τα πλοία θα είχαν σηµαίες ουδέτερων χωρών (Ελβετίας και Σουηδίας).

Οι προσπάθειες του Γενικού Γραµµατέα του Οικουµενικού Συµβουλίου Χριστιανικών Εκκλησιών, θεολόγου Bίλεµ Βίσερτ Χοφτ, που επανειληµµένα επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπως και του τότε Αρχιεπισκόπου Αµερικής και µετέπειτα Πατριάρχη Αθηναγόρα να πείσουν τους Αµερικανοεβραίους τραπεζίτες έπεσαν στο κενό. Ο Σαχτ ισχυρίστηκε αργότερα στη δίκη του στη Νυρεµβέργη ότι, αν το σχέδιό του είχε πετύχει µέχρι το 1940, κανένας Γερµανοεβραίος δεν θα είχε χαθεί στην τραγωδία του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου.

*Από την εκποµπή «Ο Εξ αρχείων» στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 µε τους συνεργάτες µου Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο ∆ηµητρίου πάνω σε µια έρευνα του Ιάκωβου Χονδροµατίδη, ιστορικού.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 19 Νοεμβρίου 2022