Μέσα στο 2020, Ρώσοι νοµοθέτες και ψηφοφόροι ενέκριναν τροποποιήσεις στο Σύνταγµα της χώρας που θα επέτρεπαν στον πρόεδρο, Βλαντιµίρ Πούτιν, να αναθεωρήσει τα χρονικά όρια της θητείας του και να παρατείνει την εξουσία του έως το 2036. Ακόµα και αν αποφασίσει να µην προχωρήσει σε αυτήν την επιλογή, ένας από τους νόµους που προτάθηκαν, ο οποίος επεκτείνει κατά πολύ την ποινική ασυλία των Ρώσων πρώην προέδρων, θα τον προστάτευε από την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Άλλες συνταγµατικές τροποποιήσεις καθιερώνουν την υπεροχή του Ρωσικού ∆ικαίου έναντι του ∆ιεθνούς, ορίζουν τον γάµο ως ένωση µεταξύ άνδρα και γυναίκας και προστατεύουν τον επίσηµο ιστορικό λόγο από παραποιήσεις.

Τι σηµαίνουν αυτές οι πρόσφατες πολιτικές και οικονοµικές αναθεωρήσεις του Συντάγµατος για την κατάσταση του ρωσικού πολιτεύµατος; Κυρίως ότι καταργούν τη θεµελιώδη συνταγµατική αρχή της εναλλαγής στην εξουσία και παγιώνουν το θεσµικό πλαίσιο ενός απολυταρχικού κράτους.

Οι χώρες αναθεωρούν τα Συντάγµατά τους όταν υφίστανται σηµαντικούς κοινωνικούς και πολιτικούς µετασχηµατισµούς. Για παράδειγµα, τη µεταπολεµική Ευρώπη σάρωσε ένα κύµα νέων Συνταγµάτων, όπως το γαλλικό του 1946 και το Γκρούντγκεζετς του 1949 της ∆υτικής Γερµανίας. Mεταγενέστερες πολιτικές αναταραχές, όπως η κρίση στην Αλγερία, οδήγησαν σε ένα νέο γαλλικό Σύνταγµα και στην ίδρυση της Πέµπτης ∆ηµοκρατίας το 1958, ενώ τη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία εισήγαγαν νέα Συντάγµατα µετά την αποµάκρυνση των στρατιωτικών δικτατοριών.

Το Σύνταγμα της Σοβιετικής Ενωσης του 1936 παγίωνε την καθιέρωση του σταλινικού ολοκληρωτισµού και εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό µε τη σταλινική αρχιτεκτονική: να είναι, δηλαδή, ένα πλούσιο, διακοσµητικό προσωπείο, µια βιτρίνα. Όπως έγραψε ο Μπόρις Πάστερνακ στο «Ντόκτορ Ζιβάγκο», ήταν ένα Σύνταγµα που δεν είχε σχεδιαστεί για να τεθεί σε εφαρµογή. Ωστόσο, όπως και στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, αντανακλούσε και κωδικοποιούσε και αυτό πρόσφατες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Το ίδιο συνέβη και µε το «Σύνταγµα του Mπρέζνιεφ» του 1977 (η πρώτη εκδοχή του οποίου είχε καταρτιστεί το 1973), παρότι ο Νικίτα Χρουστσόφ είχε θελήσει να αποτυπώσει τα αποτελέσµατα της δικής του διακυβέρνησης σε ένα Σύνταγµα στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ομοίως, το Σύνταγµα του Γέλτσιν του 1993 αποτύπωσε τις αλλαγές που επήλθαν ως αποτέλεσµα της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας. Το Σύνταγµα αυτό ήταν -µε στενά λενινικούς όρους- µια αποτύπωση των «πραγµατικών συσχετισµών δυνάµεων στην ταξική πάλη», µε τους φιλελευθέρους να υποστηρίζουν τον Γέλτσιν και την ένοπλη διάλυση του Ανώτατου Σοβιέτ της Ρωσικής Οµοσπονδίας (που ήταν τότε ένα σώµα κοινοβουλευτικού τύπου). Ταυτόχρονα, το Σύνταγµα εκείνο συνέβαλε στη διαµόρφωση του ρωσικού πολιτεύµατος, αλλά το γεγονός ότι καθιέρωσε µια προεδρευοµένη ∆ηµοκρατία δεν σήµαινε πως το πολιτικό σύστηµα της Ρωσίας θα έτεινε αναπόφευκτα προς µια αυταρχική κατεύθυνση.

Ορισμένοι επιµένουν ότι πολιτικοί θεσµοί «δανεισµένοι» από τη ∆ύση δεν µπορούν να λειτουργήσουν στη Ρωσία. Ωστόσο, από το 1993 και µετά η Ρωσία είχε όντως ένα πραγµατικό Κοινοβούλιο, το οποίο έπρεπε να λαµβάνουν υπόψη τους ο πρόεδρος και η κυβέρνηση, καθώς και πραγµατικές εκλογές. Επιπλέον, ο ρωσικός λαός ήταν πανέτοιµος για ∆ηµοκρατία και την εκµεταλλεύτηκε ουσιαστικά, µεταξύ άλλων ασκώντας επιτέλους τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις πολιτικές ελευθερίες που του παρείχε το Κεφάλαιο 2 του Συντάγµατος.

Στη συνέχεια, όµως, ο Πούτιν µετέτρεψε το Σύνταγµα του Γέλτσιν σε απλό διακοσµητικό στοιχείο. Σε αυτό βοηθήθηκε και από το πολιτικοποιηµένο Συνταγµατικό ∆ικαστήριο, ο πρόεδρος του οποίου, Βάλερι Ζόρκιν, υπήρξε πολιτικός υποστηρικτής του Πούτιν και συνέβαλε στη «νοµιµοποίηση» του µετασχηµατισµού της Ρωσίας σε αυταρχικό κράτος. Οι ωδίνες του τοκετού της ρωσικής ∆ηµοκρατίας και το προεδροκεντρικό Σύνταγµα του Γέλτσιν δεν εξηγούν για ποιον λόγο o Πούτιν εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε και αγνόησε θεµελιώδεις συνταγµατικές επιταγές, µεταξύ των οποίων το Άρθρο 31 για το δικαίωµα του συνέρχεσθαι (ένα από τα συνταγµατικά δικαιώµατα που παραβιάζονται συχνότερα σήµερα).

Με τις πρόσφατες συνταγµατικές τροποποιήσεις του, ο Πούτιν αφενός απαθανάτισε τις πολιτικές και οικονοµικές αλλαγές που επιτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της 20ετούς θητείας του, αφετέρου αποσαφήνισε και τις δικές του µελλοντικές προοπτικές. Η µεταβολή των χρονικών ορίων της προεδρικής θητείας κατήργησε τη θεµελιώδη συνταγµατική αρχή της εναλλαγής εξουσίας, ενώ άλλες συνταγµατικές τροποποιήσεις παγίωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο ενός ώριµου αυταρχικού κράτους.

Ως αποτέλεσμα, εντός του επίσηµου πλαισίου ενός και µόνο Συντάγµατος, η Ρωσία έχει τώρα ουσιαστικά δύο Συντάγµατα: τα αποµεινάρια του Συντάγµατος του Γέλτσιν ως διακοσµητικού στοιχείου, ενώ στην πράξη εφαρµόζονται οι επιταγές του Συντάγµατος του Πούτιν.

Έρευνες που διενεργήθηκαν µε «οµάδες εστίασης» κατέδειξαν ότι ορισµένοι απλοί Ρώσοι πολίτες πιστεύουν πως το Σύνταγµα του 1993 είχε γραφτεί στις Ηνωµένες Πολιτείες και πως η ρωσική κυριαρχία απαιτεί ένα κυρίαρχο Σύνταγµα. Οι απλοί Ρώσοι πολίτες δεν πρόκειται να διαβάσουν το τροποποιηµένο Σύνταγµα του Πούτιν. Ωστόσο, τώρα πια µπορούν να κοιµούνται ήσυχοι πως, όχι µόνο η Κριµαία, αλλά και το Σύνταγµά τους είναι ρωσικό...

Εάν η εγχώρια αντιπολίτευση επέλεγε να προτάξει την προστασία του Συντάγµατος του 1993 ως κεντρικό σύνθηµά της το προηγούµενο καλοκαίρι, τότε θα ενεργούσε σύµφωνα µε τη σοβιετική παράδοση των αντιφρονούντων, ζητώντας συµµόρφωση προς το Σύνταγµα του Ποτέµκιν. ∆υστυχώς, ούτε η αντιπολίτευση πήρε στα σοβαρά το Σύνταγµα, επιλέγοντας απλώς να παραβλέψει την κατάχρηση των δικαιικών θεµελίων του ρωσικού κράτους εκ µέρους του καθεστώτος Πούτιν.

Το περίφημο δίληµµα που έθεσε ο Ρώσος συγγραφέας του 19ου αιώνα Μιχαήλ Σαλτικόφ-Στσεντρίν, «Ή θα έχετε Σύνταγµα ή θα έχετε συναγρίδα µε χρένο» (ρωσικό σύµβολο της αφθονίας), παραµένει επίκαιρο στη Ρωσία. Όµως ένα δηµοκρατικό συνταγµατικό πολίτευµα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για οικονοµική ευηµερία και για το κοινό καλό. Η απουσία του στη σηµερινή Ρωσία σηµαίνει πως δεν υπάρχει ∆ηµοκρατία και, για τους περισσότερους Ρώσους, ούτε συναγρίδα.