Στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος - Ιούλιος 1878) ανατράπηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία η πρόσβαση στο Αιγαίο. Ρυθμίστηκε προσωρινά το Ανατολικό Ζήτημα, με συνέπεια να περιέλθουν στην Ελλάδα η Θεσσαλία (1881) και η περιοχή της Άρτας από την Ήπειρο. Με ξεχωριστή συμφωνία η Βρετανία απαίτησε και πήρε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Κύπρο, έναντι πληρωμής ετήσιου επιδόματος. Η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου δεν συμμετείχε στο Συνέδριο, παρ’ όλα αυτά ήταν ένα γεγονός σημαντικό για τα εθνικά μας συμφέροντα και για την ιστορία της Μακεδονίας, διότι έκτοτε άρχισε να συζητιέται η στρατηγική σπουδαιότητά της. Η Ελλάδα συνειδητοποίησε για ακόμα μία φορά ότι δεν είναι τόσο το Δίκαιο των Εθνοτήτων αυτό που καθορίζει τις διεθνείς αποφάσεις όσο τα συμφέροντα της κάθε δύναμης.

Την αλήθεια αυτή τη βιώσαμε δραματικά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συνέβησαν. Με τον τερματισμό του Α’ Βαλκανικού Πολέμου παραχωρήθηκαν στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη όλα τα πρώην οθωμανικά εδάφη προς δυσμάς της γραμμής Αίνου - Μηδείας. Με βάση τη Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913), στην Ελλάδα αποδόθηκαν η Μακεδονία, η Ήπειρος, τα νησιά του Αιγαίου και η επικυριαρχία της Κρήτης. Ακολούθησε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), η οποία, χωρίς να εκφράζει την ολοκληρωτική δικαίωση, αποτέλεσε ένα γενναίο βήμα στην πορεία για την εκπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας. Όμως, με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στις 17 Δεκεμβρίου 1913, η Ελλάδα στερήθηκε τα εθνικά προπύργια της Βορείου Ηπείρου, εδάφη ανέκαθεν κατοικούμενα από ελληνικούς πληθυσμούς. Έτσι, κατακερματίστηκε η πάντα ενιαία, αδιαίρετη και ελληνική Ηπειρος, αφήνοντας αναπάντητα μέχρι σήμερα πολλά ερωτήματα για το πώς παίχτηκε η τύχη των εδαφών αυτών στα διπλωματικά τραπέζια.

Ο Χάινριχ Κίπερτ, Γερμανός καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, έλεγε το 1878 ότι «δεν υπάρχει πιο ελληνική περιοχή από την Ηπειρο, ως προς τον πληθυσμόν, την γλώσσα και την διάνοια». Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπογράφηκε ανάμεσα στους νικητές και την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) στη Σεβρ, ένα προάστιο του Παρισιού στην ανατολική όχθη του Σηκουάνα. Η πόλη ήταν γνωστή για τις περίφημες πορσελάνες της και επειδή εκεί βρίσκεται η έδρα του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών. Με τη Συνθήκη αυτή οριστικοποιήθηκε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η Ελλάδα έφθασε κοντά στο όνειρο της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, προ των θυρών της Κωνσταντινουπόλεως.

Στην Ελλάδα προσαρτήθηκε ολόκληρη η Θράκη μέχρι την περιοχή της Τσατάλτζα, σε απόσταση 35 χλμ. από την Πόλη. Παραχωρήθηκαν, επίσης, στη χώρα μας τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος, όπως και κυριαρχικά δικαιώματα σε ολόκληρη την περιοχή της Σμύρνης. Η επικύρωση, όμως, της Συνθήκης δεν έγινε σε κανένα Κοινοβούλιο (ούτε καν στο ελληνικό) και η εύθραυστη αυτή Συνθήκη ακυρώθηκε στην πράξη με τις νίκες του στρατού του Κεμάλ Ατατούρκ και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κι επειδή οι Τούρκοι ποτέ δεν ξεχνούν την Ιστορία, ούτε απεμπολούν τους στρατηγικούς τους στόχους, είδαμε προ διετίας (Δεκέμβριο 2019) τον ίδιο τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εξηγεί στους ομοεθνείς του ότι η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου «είναι στην πραγματικότητα η αντιστροφή της Συνθήκης των Σεβρών». Από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γεννήθηκε το νέο, κοσμικό τουρκικό κράτος, του οποίου τα όρια τέθηκαν στη Λωζάννη της Ελβετίας, στις 24 Ιουλίου 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Συνθήκη περιλαμβάνει 143 άρθρα, πέντε ειδικές συμβάσεις, τέσσερις δηλώσεις, έξι πρωτόκολλα, μία συμφωνία, μία τελική πράξη και διάφορες επεξηγηματικές επιστολές. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, μέσα από ατέρμονες συζητήσεις, κατόπιν της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, χαράχθηκαν τα σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας στα σημερινά όριά τους. Έτσι τελείωσε ένας αιώνας συνεχόμενων εδαφικών επεκτάσεων και νικών του ελληνικού κράτους και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση προς την απόλυτη εξάρτησή μας από τη Δύση και το σημερινό χρεοκοπημένο «failed state». Στην πορεία του δεύτερου αιώνα της σύγχρονης ιστορίας μας χάσαμε τον Ελληνισμό της Ιωνίας, της Ίμβρου και της Τενέδου, της Κωνσταντινούπολης και τη μισή Κύπρο.

Οι δραματικές εξελίξεις μεταξύ 1919 και 1922, που αντέστρεψαν πλήρως τους συσχετισμούς εντός του τριπόλου Ελλάδας - Τουρκίας - Δύσης και από νικητές βρεθήκαμε ηττημένοι, οι κακοί υπολογισμοί για τις διαθέσεις των Δυτικών συμμάχων μας και οι πολιτικές ή διπλωματικές όψεις των πολύπλοκων χειρισμών που οδήγησαν την Ελλάδα στην απώλεια της «Γης της Επαγγελίας» φαίνεται ότι δεν μας έδωσαν τα μαθήματα και τα διδάγματα που έπρεπε. Επαναλάβαμε ξανά παρόμοια λάθη και, το κυριότερο, συνεχίζουμε να μην κατανοούμε σωστά τις διαθέσεις και την ουσία της στρατηγικής τής απέναντι πλευράς, ώστε να αντιδρούμε αποφασιστικά με τη λογική του «εθνικού συμφέροντος». Η υποτίμηση του εχθρού, όπως πριν από την εισβολή στην Κύπρο, ή, αντίστοιχα, η υπερτίμησή του, όπως τα τελευταία χρόνια μετά τα Ίμια, η δράση προδοτικών κύκλων, όπως στην Κύπρο το ’74, και η συνεχής υπονόμευση του φρονήματος από τα «ειρηνιστικά» και γκλομπαλιστικά ιδεολογήματα μας έχουν φέρει στη σημερινή κατάσταση, με τον ψευτοσουλτάνο να απειλεί για βίαιη αναθεώρηση της Λωζάννης.

Προδοσία. Το 1922, η στρατιά της Μικράς Ασίας δεν νικήθηκε, προδόθηκε. «Προδόθηκε στα μετόπισθεν, προδόθηκε στην Αθήνα, προδόθηκε ακόμα και στις πρωτεύουσες των Μεγάλων Δυνάμεων», όπως γράφει ο Γιάννης Καψής, που μελέτησε βαθιά τη μικρασιατική υπόθεση, στις σελίδες του βιβλίου του «Χαμένες πατρίδες» (1962). Την εποχή εκείνη, κανείς στην Αθήνα δεν ελάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν του τους «μουζίκους της Μόσχας», ούτε τους «ατάκτους του Κεμάλ». Κανείς δεν είχε αντιληφθεί τη σημασία των νέων παραγόντων που δημιουργούνταν στις διεθνείς σχέσεις. Κι όμως, η Ελλάδα, που μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους προκαλούσε τον τρόμο στους εχθρούς της και τον σεβασμό στους φίλους της, βρισκόταν ένα βήμα πριν από τον πανικό και την καταστροφή.

Δυστυχώς, μετά τη νίκη του Σαγγάριου, πάνω στο γραφείο του Μουσταφά Κεμάλ συσσωρεύονταν τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο. Έσπευδαν να συγχαρούν τον νικητή: η Αμερική, η Περσία, η Ινδία, η Ιταλία. Και, φυσικά, άρχισαν τα πάρε-δώσε με τους Νεότουρκους, επιζητώντας τη φιλία τους, και οι μέχρι τότε σύμμαχοί μας Αγγλογάλλοι. Μέσα στον όγκο των τηλεγραφημάτων του, ο Κεμάλ ξεδιάλεξε μόνον ένα, μας λέει ο Καψής. Ένα σύντομο τηλεγράφημα, που έλεγε: «Συγχαρητήρια διά τη μεγαλειώδη νίκην σας υπέρ ελευθερίας πατρίδος σας, κατά του ιμπεριαλισμού».

Υπογραφή: «Λένιν». Ο Κεμάλ έσπευσε να αναγνωρίσει το σοβιετικό καθεστώς και σύναψε συμμαχία με τον Λένιν. Η Γαλλία, επίσης, έσπευσε να συμμαχήσει και επίσημα με τους Νεότουρκους. Η Ελλάδα πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος και γεωπολιτικές ήττες την εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919, με προτροπή των Γάλλων, για να καταπνίξουν την επανάσταση των μπολσεβίκων. Η επιχείρηση σημείωσε παταγώδη αποτυχία και έδωσε το άλλοθι στον Λένιν για να στείλει στην πιο κρίσιμη στιγμή της Μικρασιατικής Εκστρατείας πολύτιμη βοήθεια στον Κεμάλ. Η Ελλάδα επέλεξε να συνταχθεί αναφανδόν στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων, μετατρέποντας τον ελληνικό στρατό ακόμα και σε μισθοφόρους των Αγγλογάλλων, με αποτέλεσμα να πάθει ό,τι έπαθε μετά το 1922. Εκατό χρόνια μετά, η ιστορία στην περιοχή μας επαναλαμβάνεται και η συγκριτική ανάλυση των διπλωματικών ενεργειών και του γεωπολιτικού δυναμικού της Ελλάδας και της Τουρκίας μάς βάζει σε δικαιολογημένη ανησυχία, με ανοιχτό το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου στο άμεσο μέλλον.

*Απομαγνητοφώνηση εκπομπής μας στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM με τον συνεργάτη μας, δημοσιογράφο-αρθρογράφο Λεωνίδα Αποσκίτη

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 7 Μαΐου 2022