Εκατό χρόνια µετά την πρόκληση της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και της συνακόλουθης γενοκτονίας του Ποντιακού και ευρύτερα Μικρασιατικού Ελληνισµού, οι «αλύτρωτες πατρίδες» παραµένουν υπό τουρκική κατοχή, ο Αττίλας εµφανίζεται το ίδιο ανένδοτος και προκλητικός όπως τότε, σαν να µην έχει περάσει ούτε µία µέρα. Με µία Ελλάδα συρρικνωµένη, έχοντας εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία, υφιστάµενη χρεοκοπία, εθνική, πνευµατική, οικονοµική, κοινωνική, αξιακή, το νόηµα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά και Καταστροφής αναδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρο.

Είχε νόηµα η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία; Αναµφίβολα, ναι, απλώς δεν εκπονήθηκε στην ορθή βάση και δεν είχε τον ανάλογο επιτελικό σχεδιασµό. Οι διωγµοί του ελληνικού στοιχείου, που επιτάθηκαν µετά την επικράτηση του κινήµατος των ανθελλήνων Νεότουρκων (τα ηγετικά στελέχη του οποίου ήταν Ντονµέδες, δηλαδή φανατικοί σιωνιστές, ζηλωτές της εβραϊκής µεσσιανιστικής παραφυάδας του Σαµπετάι Σεβί, προεξάρχοντος του Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ), το κλείσιµο των ελληνικών σχολείων και η εξαντλητική / εξοντωτική αποστολή του άρρενος ελληνικού πληθυσµού στα καταναγκαστικά τάγµατα εργασίας («Θανάτου») δεν άφηναν περιθώρια στον ελληνικό πληθυσµό, αφού ήταν δεδοµένος µε µαθηµατική ακρίβεια ο αφανισµός του. Οι Ελληνες Μικρασιάτες ανέµεναν, λοιπόν, την έλευση του Ελληνικού Στρατού ως τη µοναδική σωτήρια λύση για την περαιτέρω επιβίωσή τους και ανάπτυξη της δηµιουργικής δραστηριότητάς τους στην πανάρχαια ιωνική γη.

Οι δεκάδες αρχαίες ελληνικές πόλεις (Μίλητος, Εφεσσος, Τροία, Πέργαµος) και οι νεότερες (Αγχίαλος, Τραπεζούντα, Αττάλεια, Σινώπη, Σµύρνη), τα χιλιάδες χρόνια ελληνικής πολιτισµικής παρουσίας στη γη της Ιωνίας, συνιστούσαν τα ισχυρότερα εχέγγυα για τη διεκδίκηση των εδαφών αυτών. Συνεπώς, η αποστολή του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώµατος στη Σµύρνη δεν συνιστούσε µια «ιµπεριαλιστική» ενέργεια, αλλά µια απελευθερωτική διαδικασία για την πολιτική αποκατάσταση του Ελληνισµού, που απέρρεε από την ψυχοκινητική δυναµική της Μεγάλης Ιδέας και της απελευθερώσεως του Αλύτρωτου Ελληνισµού. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι Τούρκοι, γι’ αυτό και έστρεψαν το µένος τους κατά της ελληνικής παρουσίας στη Μικρασία και όχι κατά της αγγλογαλλικής και ιταλικής, αφού γνώριζαν ότι η παρουσία των τελευταίων έχει αµιγώς οικονοµικά κίνητρα και είναι εφήµερη, ενώ του Ελληνισµού η ύπαρξη αποτελεί απειλή για τη διαµόρφωση του δικού τους σύγχρονου κράτους.

Η αλήθεια είναι πως οι Αγγλογάλλοι ανέκαθεν δεν έβλεπαν µε καλό µάτι την ισχυροποίηση της Ελλάδας, καθώς µια Ελλάδα µε την προσάρτηση της Ιωνίας και της Κύπρου καθίστατο περιφερειακή δύναµη στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και κάτι τέτοιο δεν το επιθυµούσαν. Αντίθετα, ήθελαν να έχουν απέναντί τους ένα ασθενές προτεκτοράτο της ξενοκρατίας. Ετσι, αυτοί που στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αποβίβαζαν στρατεύµατα στον Πειραιά και επέβαλλαν ναυτικούς αποκλεισµούς στα ελληνικά λιµάνια, αυτοί που εκθρόνισαν τον Οθωνα, επειδή διαπνεόταν από µεγαλοϊδεατικά οράµατα, είναι οι ίδιοι που θα ενταφίαζαν τη µεγαλειώδη εθνική προσπάθεια στη Μικρασία, ενισχύοντας παντοιοτρόπως τον απάνθρωπο Νεότουρκο Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ.

Στο σηµείο αυτό να τονίσουµε ότι ήδη από το 1919 η απόφαση για απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σµύρνη έθετε φραγµό στα ιταλικά επεκτατικά σχέδια, γι’ αυτό και οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάµεις που στάθµευαν στην Αττάλεια υποκινούσαν διενέξεις µε τις Ελληνικές ∆υνάµεις, είτε υπέθαλπαν τουρκικές δραστηριότητες εναντίον τους. Η Ρωσία επεδίωκε να υλοποιήσει µια αντικαπιταλιστική πολιτική, θεωρώντας την Τουρκία ανάχωµα της διεισδύσεως των δυτικών δυνάµεων στην Ανατολή. Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, ήθελε την ανεξαρτησία της, στόχος που θα υλοποιείτο µόνο µε την εκδίωξη των ξένων πληθυσµών και στρατευµάτων, οπότε, προσωρινά τουλάχιστον, οι στόχοι συνέκλιναν.

Το 1920, Ρωσία και Τουρκία θα συνάψουν τη Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ, δυνάµει της οποίας θα διαµοιράσουν την Αρµενία. Θα επακολουθήσουν το επόµενο έτος Συνθήκες των Τούρκων µε τη Γαλλία και την Ιταλία, βάσει των οποίων θα αποχωρήσουν οι στρατιωτικές τους δυνάµεις, αφήνοντας ακέραιο τον εξοπλισµό τους στον Κεµάλ. Ηδη στη ∆ιάσκεψη του Λονδίνου του 1921 οι Αγγλογάλλοι είχαν εκφράσει τη δυσπιστία τους για τη δυνατότητα εφαρµογής των ελληνικών στόχων, αφότου βέβαια είχαν προηγουµένως αφήσει τα ελληνικά στρατεύµατα να εφαρµόσουν µόνα τους το πνεύµα της Συµφωνίας των Σεβρών.

Στη ∆ιάσκεψη του Λονδίνου του 1922 οι Μεγάλες ∆υνάµεις θα καλούσαν τον Κεµάλ, εκφράζοντας απροκάλυπτα πλέον όχι µόνο την αποστασιοποίησή τους, αλλά και την εχθρότητά τους προς τις ελληνικές θέσεις, ενώ η αποτυχία καταλήψεως της Αγκυρας, τα αιµατηρά γεγονότα του Σαγγαρίου και η διάσπαση του µετώπου θα σηµατοδοτήσουν το τέλος της εκστρατείας και την αρχή της τραγωδίας.

Εξετάζοντας τους εσωτερικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην καταστροφή, διαπιστώνουµε τα εξής αρνητικά συµβάντα:
1) Η Ελλάδα δεν διαπραγµατεύθηκε ούτε καν τη στιγµή των µεγάλων πολεµικών της θριάµβων.
2) Τα πολιτικά πάθη και οι έριδες, απότοκα του διχασµού, υπέσκαψαν την ενότητα του στρατεύµατος. Βενιζελικοί-Κωνσταντινικοί αλληλοσπαράσσονταν.
3) Τα στελέχη του ΚΚΕ καλούσαν τον στρατό σε λιποταξία, χαρακτηρίζοντας την εκστρατεία «ιµπεριαλιστική». Καλούσαν, δε, «κάθε στρατιώτη που ανήκει στις τάξεις του ή συµµερίζεται την ιδεολογία του να λιποτακτήσει και να απέχει από τον άδικο αυτό σκοτωµό». Ηδη, ως Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόµµα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) και µετέπειτα ως ΚΚΕ, θα καταγγείλει την εκστρατεία ως υποκινούµενη από τον δυτικό ιµπεριαλισµό και θα ταχθεί απροκάλυπτα «κατά του διπλασιασµού της Πατρίδας», ενώ µετά την ήττα του 1922 οι κοµµουνιστές επιχαίρουν στον «Ριζοσπάστη», οµολογώντας ότι όχι µόνο δεν λυπούνται για την «αστικοτσιφλικάδικη ήττα», αλλά ότι την «επιδίωξαν κιόλας»!

Από στρατηγικής απόψεως, τα µεγάλα λάθη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ήταν τα εξής:
1) Η Ελλάδα δεν έσπευσε να εκµεταλλευθεί τις Συνθήκες του Μούδρου και των Σεβρών, που προέβλεπαν τον αφοπλισµό του τουρκικού στρατού, ούτε πίεσε τους Ιταλούς και τους Γάλλους να την επιβάλουν.
2) Επεξετάθη το εκστρατευτικό σώµα στα βάθη της Μικρασίας, δίχως να δηµιουργήσει κέντρα εφοδιαστικής µέριµνας.
3) ∆εν πραγµατοποιήθηκαν συγκεντρωτικές επιθέσεις απ’ όλες τις υφιστάµενες ελληνικές δυνάµεις κατά στρατηγικών στόχων, αλλά…
4)Υπήρξε πολυδιάσπαση και καταµερισµός των δυνάµεων. Ενας «κεραυνοβόλος πόλεµος», µε συγκέντρωση ισχύος εκ µέρους των ελληνικών δυνάµεων, θα άλλαζε τη ροή των εξελίξεων.
5) Σταδιακά άρχισε η αποστράτευση κλάσεων στρατευσίµων, καθώς πολλοί υπηρετούσαν αδιαλείπτως από την εποχή των Βαλκανικών Πολέµων, δίχως να αναπληρωθούν, µε αποτέλεσµα να υπάρξει λειψανδρία και αναποτελεσµατικότητα στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων (στις αρχές του 1920 υπολείπονταν 16.000 στρατιώτες, ενώ στο τέλος του ίδιου έτους οι ελλείψεις έφθαναν στους 30.000 µαχητές).
6) Υποπτος ήταν και ο ρόλος του επιτρόπου Σµύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος ενεργούσε ως εντεταλµένος των αγγλικών συµφερόντων παρά της ελληνικής πλευράς.

Συµπερασµατικά θα λέγαµε ότι οι Μεγάλες ∆υνάµεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) χρησιµοποίησαν το 1919 την Ελλάδα για να επιτύχουν δικές τους επιδιώξεις και, όταν επήλθε τουρκορωσική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας, φοβούµενοι τυχόν µεταστροφή της Τουρκίας, άλλαξαν πολιτική και, µε αφορµή την παλινόρθωση των πολιτικών συµµάχων του βασιλιά Κωνσταντίνου στην εξουσία, «µαχαίρωσαν» πισώπλατα την Ελλάδα.

*Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µου στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µου Λεωνίδα Αποσκίτη επάνω σε εργασία του συγγραφέα-ερευνητή Ιωάννη Θ. Χαραλαµπόπουλου σχετικά µε τη Μικρασιατική Καταστροφή.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την 1η Οκτωβρίου 2022