«España es una, grande y libre» (η Ισπανία είναι μία, μεγάλη και ελεύθερη) ήταν ένα από τα συνθήματα στη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο. Ξεκάθαρο το μήνυμα και το γνώριζαν καλά όσοι τολμούσαν να δηλώσουν Βάσκοι, Καταλανοί ή οτιδήποτε άλλο εκείνα τα χρόνια. Ούτε λόγος ασφαλώς για τη γλώσσα τους.

Ο Φρανθίσκο Φράνκο πέθανε το 1975, στη χώρα αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία και το 1978 οι πολίτες με δημοψήφισμα ενέκριναν το νέο τους Σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα που εγγυάται τον πλουραλισμό και τη διαφορετικότητα στις «αυτόνομες κοινότητες» (17 τον αριθμό) της χώρας. 

Μπορεί οι περισσότεροι να έχουν ακούσει για τους Βάσκους ή τους Καταλανούς, αλλά ακόμα και στα Κανάρια Νησιά αποτελούν αυτόνομη κοινότητα με τη δική τους κυβέρνηση.

Έτσι λειτουργεί η Ισπανία εδώ και δεκαετίες. 

Μέχρι που ήρθε η υπόθεση της Καταλονίας. Όχι το 2017 που την έμαθαν οι περισσότεροι με αφορμή το περίφημο δημοψήφισμα, αλλά τουλάχιστον μία δεκαετία νωρίτερα. 

Αλλά για να μην κουράσουμε με τις λεπτομέρειες αυτής της υπόθεσης, ας μείνουμε στο 2017. Πριν από 2,5 χρόνια η κυβέρνηση της Καταλονίας, ένας συνασπισμός τοπικών κομμάτων από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, αποφάσισε μονομερώς ότι η Καταλονία πρέπει να αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Με ταχύτατους ρυθμούς προχώρησαν τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και όρισαν την 1η Οκτωβρίου 2017 ως ημέρα που θα γινόταν το δημοψήφισμα. 

Φυσικά στη Μαδρίτη δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι το δημοψήφισμα είναι παράνομο. Το Σύνταγμα του 1978 (που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα) δεν προβλέπει τοπικά δημοψηφίσματα που να θέτουν σε κίνδυνο το ενιαίο και αδιαίρετο του «ισπανικού έθνους».

Με λίγα λόγια, ούτε ο Καταλανός, ούτε ο Κανάριος ούτε ο Ανδαλουσιανός μπορούν μονομερώς να αποφασίσουν ότι θέλουν την ανεξαρτησία τους, διότι αυτό -βάσει του Συντάγματος- είναι παράνομο.

Ακόμα και αν η κυβέρνηση της Μαδρίτης συμφωνούσε να γίνει κάπου δημοψήφισμα (όπως πχ έγινε το 2014 στη Σκωτία, όπου συμφώνησαν ο πρωθυπουργός της Βρετανίας με την επικεφαλής της σκωτικής κυβέρνησης), θα είχε παρανομήσει. Και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας θα έπρεπε να πάει φυλακή.

Στην καταλανική κυβέρνηση αδιαφόρησαν πλήρως για την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όχι όλοι. Κάποιοι υπουργοί παραιτήθηκαν, διότι δεν ήθελαν να μπλέξουν. Οι υπόλοιποι με επικεφαλής τον Κάρλες Πουτσδεμόν και τον αντιπρόεδρο Οριόλ Χουνκέρας, δήλωσαν αποφασισμένοι «να το πάνε μέχρι τέλους».

Γύρισαν και τον κόσμο για να «διεθνοποιήσουν» το θέμα τους. Δεν πήγαν ασφαλώς στον Μαδούρο ή τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Πήγαν στις ΗΠΑ, πήγαν και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 

Παντού πήραν τη μία και μόνη απάντηση: Αυτό που πάτε να κάνετε είναι παράνομο. Μέχρι και οι Βάσκοι τους το είπαν: Δεν γίνεται έτσι αυτή η υπόθεση.

Εκείνοι επέμειναν. Υποσχέθηκαν «ανεξαρτησία σε 48 ώρες». Γνώριζαν ότι αυτό που θα έκαναν είναι παράνομο. Αλλά επέμειναν. Ίσως στο μυαλό τους να υπήρχε η αίσθηση (ή η παραίσθηση) ότι ο πλανήτης σύσσωμος θα έκλινε το γόνυ μπροστά στην καταλανική ανεξαρτησία. 

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου δεν έγινε ποτέ, διότι ο τότε πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μαριάνο Ραχόι, έστειλε την Αστυνομία να δείρει τον κόσμο. Ελάχιστοι πήγαν και ψήφισαν, το αποτέλεσμα προφανώς δεν είχε καμία αξία, ούτε βέβαια η «ανακήρυξη της ανεξαρτησίας» λίγες εβδομάδες αργότερα.

Από εκείνους που είχαν πει ότι «θα το πάνε μέχρι τέλους», αρκετοί συνελήφθησαν, γιατί παραβίασαν το νόμο. Κάποιοι -όπως ο πρόεδρος της Καταλονίας Κάρλες Πουτσεδμόν- την «κοπάνησαν» για να μην συλληφθούν και τώρα περιφέρονται στην Ευρώπη, δηλώνοντας «αυτοεξόριστοι».

Στην Καταλονία προκηρύχθηκαν νέες εκλογές (Δεκέμβριος 2017) και μέχρι να οριστεί νέα κυβέρνηση, η Μαδρίτη (βάσει του άρθρου 155 του Συντάγματος) διοικούσε τη Βαρκελώνη.

Και πριν από ένα 24ωρο ήρθε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για τους συλληφθέντες. Οι ποινές για εξέγερση και διασπάθιση δημόσιου χρήματος ήταν βαριές -αν και αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν ήταν τελικά και τόσο βαριές. Επιπλέον, ακριβώς επειδή οι καταδικασθέντες είναι ήδη σε φυλακές της Καταλονίας, το εκεί σύστημα θα τους επιτρέψει να βγουν με περιοριστικούς όρους.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αυτονόητη για ένα Κράτος Δικαίου. Οι εννέα που καταδικάστηκαν σε κάθειρξη πολλών ετών (από 9 έως 13) δεν είναι στη φυλακή για τις ιδέες τους, αλλά γιατί παραβίασαν το νόμο.

Ο αριστερός αντιπρόεδρος της Καταλονίας Οριόλ Χουνκέρας που εισέπραξε την πιο βαριά ποινή (κάθειρξη 13 ετών) έγραφε σε άρθρο του το 2008 ότι «γενετικά» η καταλανική «ράτσα» είναι πιο κοντά στους Γάλλους, τους Πορτογάλους, τους Ιταλούς και τους Ελβετούς, παρά στους Ισπανούς...

Αντίστοιχες θεωρίες ανωτερότητας διακινούσαν και άλλοι Καταλανοί πολιτικοί στο παρελθόν. Κανείς δεν πήγε φυλακή για αυτές τις ιδέες. Διότι σε ένα Κράτος Δικαίου, δεν πας φυλακή για τις ιδέες σου. 

Θα αναρωτηθεί φυσικά κανείς το αυτονόητο: Υπάρχει πολιτική διέξοδος στο ζήτημα; Όχι, αν η παρούσα καταλανική κυβέρνηση συνδέσει την όποια πολιτική λύση με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Διότι αν το πράξει, δεν θα μπορεί να ελέγξει τις πιο ακραίες φωνές που περιέλαβε με στοργή στο εσωτερικό της.

Επιπλέον, όπως άλλωστε φάνηκε και από το αποτέλεσμα των εκλογών του Δεκεμβρίου του 2017, η καταλανική κοινωνία θέλει να γυρίσει σελίδα.

Η Βαρκελώνη οφείλει να το κάνει όπως η Μαδρίτη. Να συνειδητοποιήσει ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν νίκη για τη μία πλευρά και ήττα για την άλλη. Ήταν απλώς η επικράτηση του Κράτους Δικαίου, που με κόπο δημιουργήθηκε στη σπουδαία και πολύ αγαπημένη χώρα της Ιβηρικής μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο.

Αλλά και στη Μαδρίτη -επειγόντως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου- οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η Καταλονία χρειάζεται ένα πιο δίκαιο σύστημα διαχείρισης του πλούτου που παράγει -και είναι μπόλικος.