Το ένα έγκλημα αυτής της Αριστεράς
Δεν είναι εύκολο να ξαναπλησιάζει κανείς την ιστορία, ιδίως όταν η συνείδηση του είναι φορτωμένη μ΄ αίσθημα καθήκοντος των όσων υπερασπίζεται, παραμερίζοντας -τόσα χρόνια- άλλα που θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην κοινωνική ροή.
Ίσως έτσι να εξηγείται η σιωπή, εκείνων που γνωρίζουν, για «το ένα έγκλημα αυτής της Αριστεράς», τον ενταφιασμό της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, της έντονα πολιτικοποιημένης, που εκπροσωπείται κυρίως και στην πεζογραφία και στην ποίηση από συγγραφείς της αριστερής παράταξης.
Στα 4,5 χρόνια της πρωθυπουργίας Τσίπρα δεν καταβλήθηκε καμία προσπάθεια για την επιστημονική κατάταξη, την προβολή, την ιδεολογική αξιοποίηση, την ενίσχυση της υστεροφημίας των πρωταγωνιστών, την παροχή εργαλείων και χρηματοδότησης για περαιτέρω αρχειακή έρευνα στο έργο τους και το φτιάξιμο προϋποθέσεων για τη διάδοχη γενιά λογοτεχνών.
Ποιητές όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Ρίτα Μπούμη Παπά, ο ιατρός Α.Θ. Νικολαϊδης από τη Θεσσαλονίκη και πεζογράφοι όπως ο Στρατής Τσίρκας με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και τη Χαμένη Άνοιξη, ή o Δημήτρης Χατζής με τη Φωτιά και το Διπλό Βιβλίο για τη ζωή των γκασταρμπάιτερ της Γερμανίας τη δεκαετία του ’70, δεν βρήκαν χνάρι μνείας από αυτή την Αριστερά. Ούτε καν ο Ρένος Αποστολίδης ή ο Αντώνης Σαμαράκης ή έστω ο Κώστας Ταχτσής με το πληθωρικό του γράψιμο στο Τρίτο Στεφάνι και την απήχηση του στα θεριεμένα, επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, κινήματα των ομοφυλοφίλων.
Ακόμη και για τον Βασίλη Βασιλικό, επικεφαλής στο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του «Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων» που του απονεμήθηκε πριν από τρία χρόνια, καμία άλλη ενέργεια δεν υπήρξε για την αναγνώριση και διάδοση του έργου του.
Οι φιλαναγνώστες μπορούν να πουν με βεβαιότητα ότι το «Ζ» , ως πολιτικό αφήγημα, περιχαράκωσε και κατηύθυνε μ΄ επιτυχία τις παραμέτρους της δολοφονίας Λαμπράκη ώστε να συνδεθεί με το «παρακράτος της Δεξιάς» και να διευκολυνθεί η Αριστερά στην κατασκευή εχθρού μετά την κατάρρευση της Ένωσης Κέντρου και του «Γέρου».
Όμως, με την ίδια σαφήνεια θα συμπεράνουν ότι το πιο στοχαστικό και επιτυχημένο στην έκφραση έργο του συγγραφέα, ήταν η τριλογία Το Φύλλο, το Πηγάδι, το Αγγέλιασμα, από τα αγαπημένα αναγνώσματα της πρώτης νιότης.
Ακόμα και τα 2 «Μαγνητόφωνα» του στα οποία καταγράφονται σαρκαστικά, τα «άνθη» των λόγων του Παττακού και του Παπαδόπουλου, θα είχαν την αξία τους αν «φωτίζονταν» αυτά τα χρόνια.
Τίποτα εν τέλει δεν συνέβη κι ίσως να μην έπρεπε. Μάλλον, δεν είναι η ώρα του πολιτικού συστήματος, ούτε των ψηφοφόρων, αλλά της γερής φιλολογικής κοινότητας για να τους απαξιώσει.
Μια σημαίνουσα προτεραιότητα είχε όλα τα χρόνια η Αριστερά, την Παιδεία και τον Πολιτισμό, τη «μετάδοση» του Πολιτισμού μέσα από την αλλαγή ρότας του εκπαιδευτικού συστήματος και των θεωρητικών σπουδών.
Από το 2015 έως σήμερα άλλαξαν 3 υπουργοί Παιδείας και 3 υπουργοί Πολιτισμού. O καθένας έφερνε μια δική του «επανάσταση» αλλά κανείς δεν την «ακουμπούσε» στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν την εφάρμοζε. Γιατί άραγε;
Γιατί «αυτή η Αριστερά» δεν είχε καν σχέδιο αναδιαμόρφωσης και ακολούθως κοινωνικής αφομοιωτικής επανατοποθέτησης του Πολιτισμού και της Παιδείας, με αποτέλεσμα να βυθίσει το πνεύμα πιο βαθιά στην εξάρτηση του από τις κοκότες των Αθηνών, στην τηλεματική και στις τουριστικές παραστάσεις του αρχαίου δράματος.
Η κυβέρνηση που φεύγει παίρνει στον λαιμό της την ιστορική μνήμη της Αριστεράς που έχασε τον πόλεμο στα βουνά και τον κέρδισε στη φλογερή λογοτεχνία και στις τέχνες. Παράτησε αδικαίωτους και λησμονημένους τους νεκρούς της διαπράττοντας το «ένα έγκλημα», το κυριότερο.
Ίσως έτσι να εξηγείται η σιωπή, εκείνων που γνωρίζουν, για «το ένα έγκλημα αυτής της Αριστεράς», τον ενταφιασμό της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, της έντονα πολιτικοποιημένης, που εκπροσωπείται κυρίως και στην πεζογραφία και στην ποίηση από συγγραφείς της αριστερής παράταξης.
Στα 4,5 χρόνια της πρωθυπουργίας Τσίπρα δεν καταβλήθηκε καμία προσπάθεια για την επιστημονική κατάταξη, την προβολή, την ιδεολογική αξιοποίηση, την ενίσχυση της υστεροφημίας των πρωταγωνιστών, την παροχή εργαλείων και χρηματοδότησης για περαιτέρω αρχειακή έρευνα στο έργο τους και το φτιάξιμο προϋποθέσεων για τη διάδοχη γενιά λογοτεχνών.
Ποιητές όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Ρίτα Μπούμη Παπά, ο ιατρός Α.Θ. Νικολαϊδης από τη Θεσσαλονίκη και πεζογράφοι όπως ο Στρατής Τσίρκας με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και τη Χαμένη Άνοιξη, ή o Δημήτρης Χατζής με τη Φωτιά και το Διπλό Βιβλίο για τη ζωή των γκασταρμπάιτερ της Γερμανίας τη δεκαετία του ’70, δεν βρήκαν χνάρι μνείας από αυτή την Αριστερά. Ούτε καν ο Ρένος Αποστολίδης ή ο Αντώνης Σαμαράκης ή έστω ο Κώστας Ταχτσής με το πληθωρικό του γράψιμο στο Τρίτο Στεφάνι και την απήχηση του στα θεριεμένα, επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, κινήματα των ομοφυλοφίλων.
Ακόμη και για τον Βασίλη Βασιλικό, επικεφαλής στο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του «Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων» που του απονεμήθηκε πριν από τρία χρόνια, καμία άλλη ενέργεια δεν υπήρξε για την αναγνώριση και διάδοση του έργου του.
Οι φιλαναγνώστες μπορούν να πουν με βεβαιότητα ότι το «Ζ» , ως πολιτικό αφήγημα, περιχαράκωσε και κατηύθυνε μ΄ επιτυχία τις παραμέτρους της δολοφονίας Λαμπράκη ώστε να συνδεθεί με το «παρακράτος της Δεξιάς» και να διευκολυνθεί η Αριστερά στην κατασκευή εχθρού μετά την κατάρρευση της Ένωσης Κέντρου και του «Γέρου».
Όμως, με την ίδια σαφήνεια θα συμπεράνουν ότι το πιο στοχαστικό και επιτυχημένο στην έκφραση έργο του συγγραφέα, ήταν η τριλογία Το Φύλλο, το Πηγάδι, το Αγγέλιασμα, από τα αγαπημένα αναγνώσματα της πρώτης νιότης.
Ακόμα και τα 2 «Μαγνητόφωνα» του στα οποία καταγράφονται σαρκαστικά, τα «άνθη» των λόγων του Παττακού και του Παπαδόπουλου, θα είχαν την αξία τους αν «φωτίζονταν» αυτά τα χρόνια.
Τίποτα εν τέλει δεν συνέβη κι ίσως να μην έπρεπε. Μάλλον, δεν είναι η ώρα του πολιτικού συστήματος, ούτε των ψηφοφόρων, αλλά της γερής φιλολογικής κοινότητας για να τους απαξιώσει.
Μια σημαίνουσα προτεραιότητα είχε όλα τα χρόνια η Αριστερά, την Παιδεία και τον Πολιτισμό, τη «μετάδοση» του Πολιτισμού μέσα από την αλλαγή ρότας του εκπαιδευτικού συστήματος και των θεωρητικών σπουδών.
Από το 2015 έως σήμερα άλλαξαν 3 υπουργοί Παιδείας και 3 υπουργοί Πολιτισμού. O καθένας έφερνε μια δική του «επανάσταση» αλλά κανείς δεν την «ακουμπούσε» στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν την εφάρμοζε. Γιατί άραγε;
Γιατί «αυτή η Αριστερά» δεν είχε καν σχέδιο αναδιαμόρφωσης και ακολούθως κοινωνικής αφομοιωτικής επανατοποθέτησης του Πολιτισμού και της Παιδείας, με αποτέλεσμα να βυθίσει το πνεύμα πιο βαθιά στην εξάρτηση του από τις κοκότες των Αθηνών, στην τηλεματική και στις τουριστικές παραστάσεις του αρχαίου δράματος.
Η κυβέρνηση που φεύγει παίρνει στον λαιμό της την ιστορική μνήμη της Αριστεράς που έχασε τον πόλεμο στα βουνά και τον κέρδισε στη φλογερή λογοτεχνία και στις τέχνες. Παράτησε αδικαίωτους και λησμονημένους τους νεκρούς της διαπράττοντας το «ένα έγκλημα», το κυριότερο.