Τα «100 λουλούδια» και η παραποίηση των συνθημάτων
Τον Μάιο του 1956 ο Μάο Τσε Τουνγκ, επτά χρόνια μετά την άνοδο του στην εξουσία, σε έναν από τους πρόδρομους της «Πολιτιστικής Επανάστασης» λόγο του, εκφωνεί την περίφημη φράση: «Ας ανθίσουν 100 λουλούδια κι ας ανταγωνιστούν 100 θεωρητικές σχολές».
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι είχε υποσχεθεί στους διανοούμενους «καλύτερη μεταχείριση» δεχόμενος ότι και το Κόμμα «μπορεί να έσφαλε» στη διατάραξη των μεταξύ τους σχέσεων, προκειμένου να τους καλοπιάσει και να τους φέρει ξανά μέσα.
Οι παλαιότεροι ιδεαλιστές της κομμουνιστικής ιντελιγκέντσιας δεν «μάσησαν» και δεν γύρισαν.
Οι περισσότεροι πάντως «κατάπιαν αμάσητο» το παραμύθι του θεμελιώδους ρόλου της διανόησης στην εδραίωση και ανάπτυξη του κρατικού καπιταλισμού σε μια χώρα που έρχονταν από τον φεουδαλισμό των Μαντσού και πήγαινε απάνω καταπάνω στις κολεκτίβες του Μαοϊσμού.
Επέστρεψαν και μαζί με κάποιους πανεπιστημιακούς, άρχισαν να ξεθαρρεύουν
Στα κείμενα τους, που ξαφνικά τους επετράπη να δημοσιεύουν, στηλίτευαν τη δομική σχέση του Κόμματος με το αντιγραμμένο από τη Σοβιετική νομενκλατούρα μοντέλο, χωρίς να βλέπουν ότι τα συστήματα εκμετάλλευσης διαδέχονταν το ένα το άλλο, διαφοροποιημένα μόνον κατ΄ όνομα.
Σε κάθε περίπτωση, φάνηκε ότι τα παραείπαν και το κονκλάβιο, τον Απρίλιο του 1958, έσπευσε να σκεπάσει τα «100 λουλούδια» με έναν άλλον τακτικισμό, τις «Τρεις κόκκινες σημαίες», α) της «γενικής πολιτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού», β) του «Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός» και γ) της δημιουργίας «λαϊκών κομμούνων» στην ύπαιθρο που θα διέλυαν τις οργανωμένες από τους αγρότες κοοπερατίβες.
Και οι 3 υπεστάλησαν σε μικρό διάστημα. Το Κόμμα με το ένα χέρι κλάδευε όσους ανθούς μύριζαν καλύτερα και τους έβαζε στο «κεφάλι» των επιδιώξεων του για να δείχνει πολύφερνο και με τ΄ άλλο ξέκανε τους θεωρητικούς και τους μικροϊδιοκτήτες αγροτικής γης που μάχονταν να προστατεύσουν το βιος τους από τους πολιτικούς ιδιοκτήτες των «κομμούνων».
Μεταξύ των ετών 1959-1961 η Κίνα μέτρησε κάμποσα εκατομμύρια νεκρούς από τις εμφύλιες - στην ουσία- διαμάχες οι οποίες κορυφώθηκαν έως το 1969.
Μάλιστα για τους λόγιους επεφύλαξε τη χειρότερη τιμωρία που δεν ήταν η εκτέλεση, αλλά ο αυτοεξευτελισμός με τη μέθοδο της «Αναμόρφωσης», υποχρεώνοντας να αναθεωρήσουν δημόσια τις απόψεις τους (Πα – Τσιν, Χσάϊο κτλ).
Μιας λοιπόν κι είχε καθαρίσει από το ’52 με τα «αυτοδιευθυνόμενα συνδικάτα» και τους συνδικαλιστές «που επέτρεπαν στους εαυτούς τους να παρασύρονται πάρα πολύ από τους εργάτες», πήρε ύστερα παραμάζωμα διανοούμενους και αγρότες.
Έτσι όταν εγκαινίασε τη «Μεγάλη Σοσιαλιστική Πολιτιστική Επανάσταση», νοιάστηκε να της προσδώσει προς τα έξω χαρακτηριστικά εσωτερικής αντιμαχίας δήθεν για την κουλτούρα, τις τέχνες και τη λογοτεχνία. Ταυτόχρονα όμως προς τα μέσα πλάταινε τις βιαιότητες εναντίον όσων αντιδρούσαν και έως το 1976 που πέθανε, είχε βαλθεί να βαπτίσει σοσιαλισμό, τον καπιταλισμό της ολοκληρωτικής ισχύος τους Κράτους.
Ήταν φανερό ότι το διακύβευμα (sic) του Μάο αφορούσε την παραγωγή και την οικονομία της χώρας του καθώς και την άμυνα του απέναντι στη «Νέα Τάξη» που δημιουργήθηκε από τις επιλογές του.
Οι ερυθροφρουροί του Κόμματος εγκατέλειπαν σταδιακά τις «σκοπιές». Στρεφόμενοι δε προς την πραγματική εργασία, στη βάρδια της φάμπρικας, στο μικρή βιοτεχνία, στη μεταποίηση και δειλά – δειλά στην τεχνολογία συγκροτούσαν αυτή τη «Νέα Τάξη».
Το καθεστώς απάνω στην τούρλα του να εφαρμόσει κομμουνισμό, αντέγραψε το Σταλινικό κακέκτυπο και τελικώς κατέστρεψε και εκείνο που συνέβη στη Ρωσία το ‘17 και τον λαό του που πλέον δουλεύει κούλης στο «φτηνό σούπερ – μάρκετ της Δύσης» και εν τέλει αυτοκαταστράφηκε .
Η αποστροφή του Μάο μεταφέρθηκε παραποιημένα στο πέρασμα του χρόνου ως: «Αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν», την οποία χρησιμοποιούν σήμερα και οι ντόπιοι της «προοδευτικής συμμαχίας» για να ψαρέψουν στη «θολή Αριστερά», στο ΠΑΣΟΚ και τη σοσιαλδημοκρατία με πρόθεση αφομοιωτική και στόχευση ασφυκτικής αλυσόδεσης στην κυριαρχία του ενός.
Εκεί ανάμεσα, κάποιοι θυμούνται και την «Επινέ» του ‘71. Κι αν δεν την έχουν φέρει ακόμη στο προσκήνιο είναι α) γιατί δεν έχουν «φρεσκάρει» ακόμη τα φοιτητικά τους διαβάσματα και β) γιατί δεν έχουν ζυγίσει ιστορικά τον Μιτεράν.
Αξίζει ρε παιδί μου ή δεν αξίζει;
Υπάρχει πολύς χρόνος να το σκεφτούν στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Και χώρος υπάρχει. Πάντα υπήρξε.
Ο Ανδρέας, άλλωστε, έλεγε το ‘77 στο Εργατικό Κέντρο της Αθήνας ότι «η σοσιαλδημοκρατία είναι ο προθάλαμος του καπιταλισμού, της εξάρτησης του ανθρώπου από άνθρωπο» κρατώντας το Κίνημα στον Σοσιαλισμό «που απαλύνει τις ταξικές διαφορές».
Κι οι επίγονοι του κρατούν το Κίνημα με άλλη ιδιότητα παραδίδοντας το στην «Αριστερά της Προόδου» ως … «Γέφυρα συνεννόησης».
Ας κάνουν ότι θέλουν, αρκεί να διαβάσουν προσεκτικά την Ιστορία αν θέλουν να την ξεγελάσουν ξανά.
Γιατί έτσι όπως το πάνε, θα ξεμείνουν με τον χρόνο και τον χώρο ψάχνοντας για ψηφοφόρο…