Τριάντα χρόνια πιο πριν, στις 27 Σεπτεμβρίου 1989, η Βουλή αποφάσιζε την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, του Ανδρέα Παπανδρέου και των Μένιου Κουτσόγιωργα, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, Γιώργου Πέτσου και Δημήτρη Τσοβόλα.

Ο Α.Παπανδρέου με 166 ψήφους, ο Δ.Τσόβολας με 168 και ο Π.Ρουμελιώτης με 170 οδηγήθηκαν σε δίκη, ενώ οι Μ. Κουτσόγιωργας (238) και Δ. Πέτσος (219) παραπέμφθηκαν και με τις ψήφους δεκάδων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ.

Η πρόταση για την ενεργοποίηση του άρθρου περί ευθύνης υπουργών, είχε κατατεθεί από τη Νέα Δημοκρατία στις 7 Ιουλίου 1989 και στις 18 Ιουλίου ελήφθη η απόφαση για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.

Μέχρι σήμερα αποσιωπάται ότι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ζητήσει προηγουμένως να κινηθούν οι διαδικασίες με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής Αθανάσιο Τσαλδάρη στις 5 Ιουλίου 1989.

H δήλωση του ξεκινούσε ως εξής: «Η κυβέρνηση που αρνείται να κυβερνήσει με το πρόσχημα της κάθαρσης, είναι υποχρεωμένη να μην αρνηθεί την κάθαρση…». Και συνέχιζε: «… Καλούμε τις κομματικές δυνάμεις, που διοχετεύουν αόριστες κατηγορίες να καταθέσουν σήμερα πρόταση για την κίνηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών με συγκεκριμένες κατηγορίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του Συντάγματος και τις ρυθμίσεις του Κανονισμού της Βουλής… Θα συνδράμουμε τώρα με όλες μας τις δυνάμεις στη Βουλή για την πλήρη διαλεύκανση… Η κάθαρση βεβαίως προϋποθέτει την έκδοση όλων των αποφάσεων του ειδικού δικαστηρίου και όχι κομματικές συμμαχικές πλειοψηφίες για απλή εκτόξευση κατηγοριών… Θα πάρουμε επίσης πρωτοβουλία για να μη συντελεσθεί παραγραφή… Προσβλέπουμε στην παμψηφία της Βουλής».

Και κατέληγε: «Δηλώνουμε τέλος ότι αν όλα αυτά δεν συμβούν, η κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη όχι μόνον για την ακυβερνησία αλλά και για τη συγκάλυψη ευθυνών».

Τόσο ξεκάθαρος και σίγουρος ήταν. Μικρή σημασία έχει ότι οι βουλευτές του δεν ήταν, για αυτό και καταψήφιζαν στις σχετικές ψηφοφορίες.

Περισσότερη, αποκτά το ότι την ίδια μέρα (27 Σεπτεμβρίου) εστάλησαν στον πρόεδρο της Βουλής από τους ειδικούς εφέτες ανακριτές Γ. Σκαρλάτο και Ευαγγ. Κρουσταλάκη, οι δικαστικές ανακοινώσεις τους (συνοδευόμενες από καταστάσεις και αποδεικτικά στοιχεία) προκειμένου «το Σώμα να αποφασίσει λόγω αρμοδιότητας» αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ποινικής δίωξης κατά των Μ. Κουτσόγιωργα και Γ. Πέτσου ενώ ανάλογη ήταν και η ανακοίνωση του εισαγγελέα Εφετών Γ. Δωρή για τον Δ. Τσοβόλα.

Το όνομα του Α.Παπανδρέου δεν συμπεριλαμβάνονταν στα έγγραφα - τουλάχιστον στα έγγραφα του προκαταρκτικού σταδίου - που αφορούσαν κυρίως την εμπλοκή προσωρινώς κρατούμενων διοικητών δημοσίων φορέων στο σκάνδαλο για τους οποίους διενεργούνταν άλλες ανακρίσεις.

Πέραν της εξέλιξης της υπόθεσης για τα μη πολιτικά πρόσωπα στην τακτική Δικαιοσύνη, σε επίπεδο πολιτικών προσώπων το ανώτατο δικαστήριο μετά από εννέα μήνες συνεδριάσεων (Μάρτιος 1991 έως Ιανουάριος 1992) καταδίκασε τους Γ.Πέτσο και Δ.Τσοβόλα, απήλλαξε τον Α. Παπανδρέου, δεν δίκασε ποτέ τον Π. Ρουμελιώτη επειδή, στο μεταξύ, είχε εκλεγεί Ευρωβουλευτής και το Ευρωκοινοβούλιο αρνήθηκε να άρει την ασυλία του, ενώ ο Μ. Κουτσόγιωργας που αρχικώς είχε προφυλακιστεί και εξήλθε με υψηλή-για την εποχή - χρηματική εγγύηση, κατέληξε αιφνιδίως μέσα στην αίθουσα τον Απρίλιο του 1991.

Συνεπώς η αποσιώπηση της επιστολής Παπανδρέου εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια αργότερα τους σκοπούς της καθώς ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ α) είπε πράγματα τα οποία διαψεύστηκαν εντελώς και κανείς δεν το θυμάται πια, β) μπήκε στο κάδρο με ίδια πρωτοβουλία νομίζοντας ότι στο τέλος θα δικαιωθεί πανηγυρικώς αλλά κανείς δεν αθωώθηκε, πλην εκείνου γ) όταν επανήλθε στην εξουσία παρέπεμψε ως θιγμένος – δικαιωμένος (Μάιος 1994) τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τους Ιωάννη Παλαιοκράσσα και Ανδρέα Ανδριανόπουλο στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής και την εξαγορά της από την Ιταλική Καλτσεστρούτσι.

Η δίωξη τους ανεστάλη τον Ιανουάριο του 1995 έπειτα από απόφαση του τεθνεώτος και παρουσιάστηκε ως κίνηση μεγαθυμίας και υψηλού δημοκρατικού συμβολισμού.

Καμία αμφιβολία επ' αυτού, αλλά δίκη δεν έγινε ποτέ ώστε να μπορεί κανείς να βγάλει τα συμπεράσματα του.

Εν αντιθέσει με την κατάχρηση στην Τράπεζα Κρήτης όπου οι βασικοί κατηγορούμενοι είτε μπαινόβγαιναν στις φυλακές, είτε έψαχναν δικαιολογίες για να μην πάνε, είτε καταδικάστηκαν.

Κι αυτό αποσιωπήθηκε και έκτοτε δεν επανήλθε στον δημόσιο λόγο.

Κι έτσι όποιος σήμερα αναφέρεται σε ‘κεινες τις ματωμένες εποχές με ελαφρότητα, επιπολαιότητα κι ασέβεια, πιστεύει ότι μπορεί να πείσει πως είναι λάθος να στέλνεις έναν πρώην πρωθυπουργό στο Ειδικό Δικαστήριο, «επειδή το είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι είχε χάσει τις εκλογές του ’93».

Κι ένα τρίτο. Μία μέρα πριν την παραπομπή Παπανδρέου, στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, η 17Ν δολοφόνησε τον Παύλο Μπακογιάννη έξω από το γραφείο του στην οδό Ομήρου.

Νωρίτερα, στις 10 Ιανουαρίου του 1989 οι τρομοκράτες πυροβόλησαν τον εισαγγελέα Κ. Ανδρουλιδάκη ο οποίος πέθανε μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα ενώ στις 18 του ίδιου μήνα πυροβόλησαν και τον Αρεοπαγίτη αντιεισαγγελέα Π. Ταρασουλέα.

Εκτός από τη «17 Νοέμβρη» την ίδια περίοδο, έσπερναν βόμβες στην Αθήνα ο ΕΛΑ και άλλες οργανώσεις. Τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1989 ο Γιωτόπουλος και οι συν αυτώ «σήκωσαν» τις στρατιωτικές αποθήκες του Σηκουρίου στη Λάρισα αρπάζοντας 60 ρουκέτες και εκατοντάδες όπλα, σφαίρες και χειροβομβίδες.

«Οι Καραλιβαναίοι ετοιμάζουν πόλεμο» έλεγαν οι αστυνομικοί και δεν είχαν άδικο αφού μόνον η «17Ν», το διάστημα 1990-1993 χτύπησε 33 φορές.

Κι όμως ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε οι δικαστικοί, ούτε οι περισσότεροι υπουργοί και τα στελέχη του κρύφτηκαν ή τραβήχτηκαν στην άκρη. Το πάλεψαν μέχρι τέλους κι ο καθένας μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα ή να τα αθροίσει όλα μαζί, αφού δεν συνέβησαν και λίγα.

Τα γεγονότα όμως έχουν έτσι.

Και όσοι δεν τολμούν να τα επικαλεστούν , ή να τα βάλουν στη σειρά ή τα διανθίζουν με σενάρια, οφείλουν να αναλογιστούν την παρατήρηση του Γκρασιάν στον «Αυλικό» του: «Κάθε πράξη, κάθε λόγος πρέπει να ‘ρχεται στην ώρα του. Δεν αρκεί να θέλεις κάτι. Πρέπει να μπορείς και να το φτάσεις, γιατί ούτε η εποχή ούτε ο καιρός δεν περιμένουν κανέναν».