Ανάπτυξη ή στασιμότητα
Αυτό είναι και το πιο κρίσιμο ίσως διακύβευμα των εκλογών που έρχονται και στο οποίο μόνο η ΝΔ έχει αξιόπιστη απάντηση
Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική οικονομική πρόοδο την τελευταία τριετία. Ενώ μέχρι το 2019 βρισκόταν στην τελευταία θέση της ΕΕ από άποψη οικονομικής μεγέθυνσης, σήμερα βρίσκεται στις τρεις πρώτες θέσεις.
Μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 8% το 2021 και 6% το 2022, το 2023 αναμένεται αυτό να αυξηθεί κατά 3%. Έτσι, στο τέλος του 2023 θα επανέλθει αρκετά πάνω από τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ για πρώτη φορά από το 2008. Πέρα από την ποσοτική μεγέθυνση, σημαντική είναι και η ποιοτική βελτίωση με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, μεγάλη μείωση της ανεργίας και σημαντική πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τη συνεχή στήριξη που παρέχει το κράτος στην οικονομία και τους ευάλωτους. Και όλα αυτά εν μέσω πολπαπλών κρίσεων, από την πανδημία, στον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση και τη μέχρι πρότινος όξυνση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία.
Παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο, η Ελλάδα έχει ακόμα δρόμο μπροστά της για να επουλώσει πλήρως τα τραύματα της μεγάλης οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η χώρα μας είχε συνολικά τη χειρότερη οικονομική επίδοση κράτους-μέλους της ΕΕ από την ένταξή του και μετά. Με όρους σύγκλισης, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο 60% του γερμανικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, όπως και το 1980. Παρά τον υπερ-δεκαπλασιασμό του δημοσίου χρέους και την αθρόα εισροή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, η χώρα μας δεν κατάφερε να πλησιάσει τον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορρά. Το αντίθετο, μάλιστα. Χώρες, όπως η Πολωνία που ήταν στο ένα τέταρτο του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος το 1990, μας έφτασαν και άλλοι πρώην Ανατολικοευρωπαίοι, όπως η Τσεχία, η Σλοβενία και οι Βαλτικές χώρες, μας ξεπέρασαν. Η Πορτογαλία μάς έχει αφήσει πίσω και η Ισπανία ακόμα περισσότερο. Σήμερα συγκρινόμαστε ευνοϊκά μόνο σε σχέση με τη Βουλγαρία και, ίσως, τη Ρουμανία.
Όλα αυτά αποτελούν μια αποτυχία που θα πρέπει να συζητήσουμε δημόσια και να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα. Γιατί η Ελλάδα από πρωταθλήτρια της ανάπτυξης την περίοδο 1950-1980 δεν τα κατάφερε μετά το 1981; Και πώς μπορούμε να εντείνουμε την προσπάθεια με βάση τις επιτυχίες της περασμένης τριετίας;
Αυτό είναι και το πιο κρίσιμο ίσως διακύβευμα των εκλογών που έρχονται και στο οποίο μόνο η ΝΔ έχει αξιόπιστη απάντηση.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 11/4
Μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 8% το 2021 και 6% το 2022, το 2023 αναμένεται αυτό να αυξηθεί κατά 3%. Έτσι, στο τέλος του 2023 θα επανέλθει αρκετά πάνω από τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ για πρώτη φορά από το 2008. Πέρα από την ποσοτική μεγέθυνση, σημαντική είναι και η ποιοτική βελτίωση με μεγάλη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, μεγάλη μείωση της ανεργίας και σημαντική πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά τη συνεχή στήριξη που παρέχει το κράτος στην οικονομία και τους ευάλωτους. Και όλα αυτά εν μέσω πολπαπλών κρίσεων, από την πανδημία, στον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση και τη μέχρι πρότινος όξυνση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία.
Παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο, η Ελλάδα έχει ακόμα δρόμο μπροστά της για να επουλώσει πλήρως τα τραύματα της μεγάλης οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η χώρα μας είχε συνολικά τη χειρότερη οικονομική επίδοση κράτους-μέλους της ΕΕ από την ένταξή του και μετά. Με όρους σύγκλισης, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο 60% του γερμανικού κατά κεφαλήν εισοδήματος, όπως και το 1980. Παρά τον υπερ-δεκαπλασιασμό του δημοσίου χρέους και την αθρόα εισροή των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, η χώρα μας δεν κατάφερε να πλησιάσει τον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορρά. Το αντίθετο, μάλιστα. Χώρες, όπως η Πολωνία που ήταν στο ένα τέταρτο του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος το 1990, μας έφτασαν και άλλοι πρώην Ανατολικοευρωπαίοι, όπως η Τσεχία, η Σλοβενία και οι Βαλτικές χώρες, μας ξεπέρασαν. Η Πορτογαλία μάς έχει αφήσει πίσω και η Ισπανία ακόμα περισσότερο. Σήμερα συγκρινόμαστε ευνοϊκά μόνο σε σχέση με τη Βουλγαρία και, ίσως, τη Ρουμανία.
Όλα αυτά αποτελούν μια αποτυχία που θα πρέπει να συζητήσουμε δημόσια και να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα. Γιατί η Ελλάδα από πρωταθλήτρια της ανάπτυξης την περίοδο 1950-1980 δεν τα κατάφερε μετά το 1981; Και πώς μπορούμε να εντείνουμε την προσπάθεια με βάση τις επιτυχίες της περασμένης τριετίας;
Αυτό είναι και το πιο κρίσιμο ίσως διακύβευμα των εκλογών που έρχονται και στο οποίο μόνο η ΝΔ έχει αξιόπιστη απάντηση.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 11/4