Διεξήχθησαν εχθές στην Τουρκία προεδρικές και βουλευτικές εκλογές μέσα σε κλίμα πρωτοφανούς πόλωσης.

Οι εκλογές έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως «άδικες», αφού ο πρόεδρος Ερντογάν και η κυβέρνησή του ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό, τον στρατό, τη Δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης και, βέβαια, την ανώτατη εκλογική επιτροπή. Με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η δημοκρατία στην Τουρκία αποδυναμώθηκε δραματικά. Σήμερα, η Τουρκία δεν αναγνωρίζεται καν ως δημοκρατική στους περισσότερους σχετικούς διεθνείς δείκτες. Αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό. Αν συνοδευτεί και με άμεση νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, μένει να φανεί. Κάτι τέτοιο θα εντείνει την πόλωση και τον διχασμό στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας, μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών, μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του βαθέος κράτους, που ελέγχεται πια πλήρως από τον Ερντογάν και τους φίλους του.

Όλα αυτά αφορούν κι εμάς. Η Ελλάδα είχε πιστέψει και υποστηρίξει τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας και είχε συνδράμει στην ευρω-τουρκική προσέγγιση. Δυστυχώς, σήμερα, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ένα ερείπιο. Το βέβαιον είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα μόνο με την πολιτική Ερντογάν αλλά συνολικά με την τουρκική πολιτική. Η Ελλάδα είχε πρόβλημα στις σχέσεις της με την Τουρκία και πριν από τον Ερντογάν και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να έχει και μετά τον Ερντογάν. Άρα, εμείς, σε αντίθεση με πολλούς Αμερικάνους και Ευρωπαίους, που προσδοκούν μια κυβερνητική αλλαγή στην Άγκυρα, πιστεύοντας αφελώς ότι η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση μπορεί εύκολα να αποκατασταθεί, έχουμε διαφορετική προσέγγιση και συμφέροντα.

Σε κάθε περίπτωση, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών, η Τουρκία έχει μπει σε περιπέτεια από την οποία δύσκολα θα επιστρέψει. Ακόμα κι αν κερδίσει ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θα είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στον πολυκομματικό συνασπισμό του και, μάλιστα, απέναντι σε ένα κράτος που ελέγχεται πλήρως από τους αντιπάλους του. Από την άλλη, μια νίκη Ερντογάν θα επιτείνει τις εντάσεις που συσσωρεύονται με αυξανόμενο ρυθμό στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας. Η αυξημένη ένταση στο εσωτερικό μπορεί εύκολα να εξαχθεί ή να εκτονωθεί στο εξωτερικό, ηθελημένα ή όχι. Άλλωστε, ένα καθεστώς που δεν σέβεται τα δικαιώματα των δικών του πολιτών και τα παραβιάζει, εύκολα θα παραβιάσει και αυτά των γειτόνων του.

Για μεγάλα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, όπως ο «Economist», οι τουρκικές εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες φέτος σε όλον τον κόσμο. Πολλοί στη Δύση θέλουν να πιστεύουν ότι ο Ερντογάν θα ηττηθεί και η δημοκρατία θα νικήσει. Δεν διστάζουν μάλιστα να παρουσιάσουν τον Κιλιτσντάρογλου ως μεγάλο ηγέτη ενώ, μέχρι χθες, κοινή παραδοχή ήταν ότι πρόκειται για έναν άνευρο γραφειοκράτη με αδύναμη επαφή με τον μέσο ψηφοφόρο, που έχει χάσει όλες τις αναμετρήσεις με τον Ερντογάν, με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές του 2019, όπου ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν είναι ένας δυτικός ηγέτης ούτε η Τουρκία είναι μια δυτική δημοκρατία. Μια ήττα του στις εκλογές θα άνοιγε τον δρόμο για τη δίωξη του ίδιου, της οικογένειας και των φίλων του και γι’ αυτό θα κάνει ό,τι μπορεί για να την αποφύγει.

Ένα πιθανό σενάριο είναι να χάσει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, που δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο πια εξαιτίας του νέου υπερ-προεδρικού συστήματος που εγκαθίδρυσε, και να εκλεγεί ο ίδιος οριακά στην προεδρία. Όμως, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, η Τουρκία εισέρχεται σε αχαρτογράφητα νερά και σε μια περίοδο με πολλούς κινδύνους και μεγάλη ένταση, την ώρα που η οικονομική κρίση βαθαίνει και το διεθνές περιβάλλον διαρκώς επιβαρύνεται από γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς.

Για τους λόγους αυτούς αλλά και εξαιτίας των τουρκικών διεκδικήσεων, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύει την αποτρεπτική ικανότητα των στρατιωτικών της δυνάμεων και το πολιτικό σύστημα να επιδιώξει τις μεγαλύτερες δυνατές συγκλίσεις στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, που έχει να κάνει τόσο με τη δύναμη όσο και με την αδυναμία της Τουρκίας, τόσο με τις άμεσες εξωτερικές επιδιώξεις της όσο και με την εσωτερική της κρίση. 

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 14/5