Πολλά σχόλια προκάλεσε η αναφορά του Νίκου Ανδρουλάκη για τις προϋποθέσεις που θέτει προκειμένου το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. να συμμετέχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Για να δούμε όμως εν συντομία ποιες είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που έχουν σχηματιστεί στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.

Αρχικά οι δύο πρώτες προέκυψαν το 1989, όταν εφαρμόστηκε ξανά σύστημα απλής αναλογικής. Ήταν αμφότερες βραχύβιες: η κυβέρνηση Τζανετάκη, που προέκυψε από την ιστορική συνεργασία Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, και η κυβέρνηση Ζολώτα, η λεγόμενη οικουμενική, στην οποία προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ. Θύμα αυτών των συνεργασιών έπεσε ο τότε ενιαίος Συνασπισμός, ο οποίος είδε τα ποσοστά του να μειώνονται και λίγο αργότερα διασπάστηκε, ενώ το 1993 έμεινε εκτός Βουλής.

Από εκεί και πέρα είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας με ένα κοινό χαρακτηριστικό. Αυτό ήταν ότι τελείωσαν τη θητεία τους με διαφορετική κομματική υποστήριξη από αυτή με την οποία ξεκίνησαν.

Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προέκυψε από τη στήριξη 150 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και ενός βουλευτή της Δημοκρατικής Ανανέωσης, του Θόδωρου Κατσίκη. Τρεις μήνες αργότερα ο Κατσίκης επανεντάχθηκε στη Ν.Δ., από την οποία προερχόταν, και έτσι η κυβέρνηση έγινε μονοκομματική. Ο ελάσσων εταίρος, η ΔΗΑΝΑ, τερμάτισε την πορεία της έπειτα από 4 χρόνια, όταν απέτυχε να εκλέξει ευρωβουλευτή στις ευρωεκλογές του 1994.

Η κυβέρνηση Παπαδήμου προέκυψε 21 χρόνια αργότερα, μετά την παραίτηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου, και ορκίστηκε στις 11/11/11. Υποστηρίχθηκε κοινοβουλευτικά από το ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, αλλά το κόμμα του Γιώργου Καρατζαφέρη δεν έμεινε μέχρι τέλους. Είχε παρεμφερή τύχη με τη ΔΗΑΝΑ, καθώς δεν κατάφερε να ξαναεκλέξει ούτε βουλευτή ούτε ευρωβουλευτή μέχρι σήμερα σε όσες εκλογές συμμετείχε.

Η κυβέρνηση Σαμαρά, που προέκυψε από τις δεύτερες εκλογές του 2012, ξεκίνησε και αυτή ως τρικομματική (Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜ.ΑΡ.), αλλά έγινε δικομματική μετά το λουκέτο στην ΕΡΤ και την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ. Διατήρησε την εμπιστοσύνη της Βουλής για 2,5 χρόνια, αλλά δεν βρήκε τους 180 βουλευτές που χρειαζόταν για να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Σταύρο Δήμα και να ολοκληρώσει τη θητεία της. Η Δημοκρατική Αριστερά είχε την τύχη των προαναφερθέντων μικρών εταίρων. Απέτυχε να εκλέξει ευρωβουλευτή το 2014 και έκτοτε έπαψε να κατεβαίνει αυτόνομα στις εκλογές. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ κατρακύλησε στο 4,6%. από 43,9% που είχε πριν τη συμμετοχή του σε συμμαχικές κυβερνήσεις.

Η κυβέρνηση Τσίπρα, που διαδέχτηκε την κυβέρνηση Σαμαρά, ξεκίνησε επίσης ως δικομματική, με τη συμμετοχή ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων, τον Ιανουάριο του 2015, αλλά μετά το δημοψήφισμα, την κωλοτούμπα, την απώλεια της δεδηλωμένης, το 3ο Μνημόνιο και τη νέα επικράτηση τον Σεπτέμβριο του 2015, κατέληξε το 2019 μονοκομματική μεν, αλλά στηριζόμενη από ανεξάρτητους βουλευτές όλων των αποχρώσεων. Ούτε οι ΑΝ.ΕΛ. του Πάνου Καμμένου ξέφυγαν από τον κανόνα των ελασσόνων κυβερνητικών εταίρων. Απέτυχαν στις ευρωεκλογές του 2019 και χάθηκαν από το προσκήνιο.

Το συμπέρασμα, σε πείσμα του Νίκου Ανδρουλάκη, είναι ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του πρώτου κόμματος (Κων. Μητσοτάκη, Σαμαρά, Τσίπρα) αντέχουν περισσότερο σε σχέση με αυτές των οποίων ηγείται τρίτο πρόσωπο (Τζανετάκη, Ζολώτα, Παπαδήμου). Ακόμα περισσότερο αντέχουν βέβαια όταν είναι μονοκομματικές. Όσο για τους μικρούς κυβερνητικούς εταίρους, η ιστορία έχει δείξει ότι χάνουν τα στελέχη τους και χάνονται από το προσκήνιο μετά την αποχώρησή τους από την κυβέρνηση.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης πάει να σπάει μια σειρά από παραδόσεις. Να πάρει ένα ισχυρό διψήφιο ποσοστό, που δεν λέει ποιο είναι, και τα κόμματα με τα οποία επιθυμεί να συνεργαστεί, που πάλι δεν κατονομάζει, να πάρουν επίσης ποσοστά που θα επιτρέπουν τον σχηματισμό κυβέρνησης. Τέλος, το τρίτο πρόσωπο που θα προτείνει, το οποίο πάλι δεν αποκαλύπτει, θα σπάσει την αρνητική παράδοση των βραχύβιων στην πρωθυπουργία τρίτων προσώπων.

Πιστεύει όμως ότι θα αποφύγει τα 5 κακά προηγούμενα των ελασσόνων κυβερνητικών εταίρων (Συνασπισμός, ΔΗΑΝΑ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜ.ΑΡ., ΑΝ.ΕΛ.), που πλήρωσαν ακριβά τη συμμετοχή τους; Και άραγε το πιστεύουν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή κάποια στιγμή θα του πουν: Πρόεδρε, να θυσιαστούμε και εμείς, αλλά για ποιον; Για τον άγνωστο Χ;