Η αναγκαία σταθερότητα για τη χώρα δεν είναι συνώνυµο της στασιµότητας και της πολιτικής αβεβαιότητας
Άρθρο γνώμης
Το "πάμε μπροστά, όχι πίσω", που διατύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνεδρίαση της Κ.Ο. της Ν.Δ., είναι σωστό ως κατεύθυνση, αλλά μένει να "γεμίσει" με περιεχόμενο
∆εν λένε να κοπάσουν οι κλυδωνισµοί στο πολιτικό σύστηµα, που πυροδότησαν τα αποτελέσµατα της ευρωκάλπης, κυρίως µε τις απώλειες στα τρία µεγάλα κόµµατα. Ηδη στην Κοινοβουλευτική Οµάδα της Ν.∆. εκφράστηκαν, την περασµένη Τετάρτη, ανοιχτά επιφυλάξεις και κριτικές από βουλευτές του κόµµατος, που άγγιξαν το θέµα της ιδεολογικής ταυτότητας και των ανοιγµάτων προς το Κέντρο. Ακόµα πιο δραµατικές είναι οι εξελίξεις στα κόµµατα της αντιπολίτευσης. Στο ΠΑΣΟΚ ήδη καταγράφεται σηµαντικός αριθµών στελεχών που αµφισβητούν τον νυν πρόεδρο, Νίκο Ανδρουλάκη, την ώρα που ο δήµαρχος Αθηναίων, Χάρης ∆ούκας, εµφανίζεται µε ηγετικές φιλοδοξίες. Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος Στέφανος βάλλει ευθέως κατά της εποχής Τσίπρα, κάνοντας λόγο για «µαύρο» χρήµα, την ώρα που κλείνει το καθηµερινό φύλλο της «Αυγής», µε τα στελέχη να αναρωτιούνται τι τους επιφυλάσσει η επόµενη µέρα της επέλασης του προέδρου τους.
Το πολιτικό παράδοξο είναι το εξής: όλα αυτά ερµηνεύτηκαν από αρκετούς ως αποτέλεσµα της φθοράς της κυβέρνησης, ένα χρόνο µετά το 41%, αλλά και της αποτυχίας να «δουλέψει» το βασικό δίληµµα που έθεσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προεκλογικά, αυτό της ανάγκης πολιτικής σταθερότητας για να πάει ο τόπος µπροστά και να µην µπει σε περιπέτειες. Η τεράστια αποχή που καταγράφτηκε αξιολογήθηκε ως τεκµήριο µη αποτελεσµατικότητας του «διακυβεύµατος» που η Ν.∆. προέταξε. Οι ψηφοφόροι δεν αισθάνθηκαν ότι απειλείται η σταθερότητα στη χώρα και επέλεξαν τις παραλίες... Ας µην έχουµε αυταπάτες, όµως. Η σταθερότητα παραµένει σηµείο αναφοράς, απαραίτητη προϋπόθεση άµυνας στην ταραγµένη περίοδο στον διεθνή περίγυρο, που προοιωνίζεται δύσκολες µέρες τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και στην Ευρώπη. Το ερώτηµα είναι αν οι κλυδωνισµοί στους πολιτικούς σχηµατισµούς είναι µεγέθη ευθέως ανάλογα µε τάσεις αποσταθεροποίησης τόσο στο εσωτερικό µέτωπο όσο και στις διεθνείς µας σχέσεις.
Ας ξεκινήσουµε µε τα βασικά. Η κυβέρνηση, αν και κατέγραψε µεγάλες απώλειες στις ευρωεκλογές, διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία, αφού τα δύο κόµµατα της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε φάση βαθιάς κρίσης και εσωστρέφειας και θα χρειαστούν µήνες για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Οι φυγόκεντρες δυνάµεις και οι τάσεις διάσπασης στα κόµµατα αυτά στέλνουν στις ελληνικές καλένδες τα περί άµεσης σύγκλισης των δύο κοµµάτων, ενισχύουν την αντίληψη ότι µε την υπάρχουσα τάξη πραγµάτων άλλα µονοπάτια, δύσβατα και δύσκολα, πρέπει να αναζητηθούν για τις πολυπόθητες συγκλίσεις, για έναν πόλο στην Κεντροαριστερά, µε προοπτικές κυβερνησιµότητας.
Οµως, πώς να το κάνουµε, το «µονοπώλιο» της Ν.∆. έχει υποστεί σηµαντική φθορά και το σενάριο µιας «καταραµένης» δεύτερης τετραετίας παραµένει πιθανό. Ποιο είναι το ζητούµενο εδώ; Οτι η αναγκαία από κάθε άποψη σταθερότητα για τη χώρα δεν είναι συνώνυµο της στασιµότητας. Η αδράνεια και η ακινησία, που ενδεχοµένως µπορεί να λειτουργεί υποδόρια στο κυβερνητικό σώµα, µπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα µονοπάτια. Αντίθετα, η φυγή προς τα εµπρός είναι κάτι παραπάνω από επιβεβληµένη. Το «πάµε µπροστά, όχι πίσω», που διατύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Οµάδας της Ν.∆., είναι σωστό ως κατεύθυνση, αλλά µένει να «γεµίσει» µε περιεχόµενο: η κυβερνητική ατζέντα πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική, η οικονοµική ανάπτυξη οφείλει να αλλάξει ρότα και να µη βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση, ο ανταγωνισµός πρέπει επιτέλους να λειτουργήσει για να υπάρξει ουσιαστικό αντίκρισµα στα ράφια των σουπερµάρκετ, οι µεταρρυθµίσεις στο κράτος που παραµένουν στα αζήτητα.
Οσο αυτό δεν γίνεται, η «φυγή προς τα εµπρός» θα κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε ευσεβή πόθο. Οι ολιγωρίες θα φέρουν γκρίνια, τα διλήµµατα «πιο δεξιά ή πιο Κέντρο» θα έρχονται και θα παρέρχονται. Και αντί να συζητιέται το πώς θα υλοποιηθεί µια παραγωγική ατζέντα, θα πέσουµε σε συζητήσεις του τύπου «τι θα γίνει µε τον νέο Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας» ή, ακόµα χειρότερα, µε τη φιλολογία για έναν εκλογικό αιφνιδιασµό και µάλιστα το φθινόπωρο, λένε ορισµένοι, που ακόµα τα κόµµατα της αντιπολίτευσης θα είναι σε φάση αποδιοργάνωσης και σε επίπεδο ηγεσίας θα έχουµε «τρικυµία εν κρανίω».
Η χώρα, πέρα από κάθε αµφιβολία, έχει ανάγκη µιας σταθερής πορείας στο προσεχές διάστηµα. Οι πόλεµοι στη Γάζα και την Ουκρανία δεν έχουν ηµεροµηνία λήξης, η Ευρώπη δεινοπαθεί στην οικονοµία, στο ενεργειακό, στο έλλειµµα πολιτικής ηγεσίας, στην έξαρση της ακροδεξιάς συνιστώσας. Η Ελλάδα, παρά τα προβλήµατα και τις ανεπάρκειες, παραµένει ένας σταθεροποιητικός παράγοντας τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων όσο και στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. ∆εν είναι και λίγο, µετά τη δεκαετή κρίση που έστειλε τη χώρα µας πολλά χρόνια πίσω. Μόνο που αυτό δεν είναι δεδοµένο ούτε αυτονόητο ούτε εύκολα διατηρήσιµο. Οι πολιτικές ανακατατάξεις δεν θα πρέπει σε καµία περίπτωση να θέσουν σε αµφισβήτηση τα κεκτηµένα, όµως και οι τάσεις στασιµότητας, αν δεν καταπολεµηθούν, θα είναι εξίσου επικίνδυνες.
Το πολιτικό παράδοξο είναι το εξής: όλα αυτά ερµηνεύτηκαν από αρκετούς ως αποτέλεσµα της φθοράς της κυβέρνησης, ένα χρόνο µετά το 41%, αλλά και της αποτυχίας να «δουλέψει» το βασικό δίληµµα που έθεσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προεκλογικά, αυτό της ανάγκης πολιτικής σταθερότητας για να πάει ο τόπος µπροστά και να µην µπει σε περιπέτειες. Η τεράστια αποχή που καταγράφτηκε αξιολογήθηκε ως τεκµήριο µη αποτελεσµατικότητας του «διακυβεύµατος» που η Ν.∆. προέταξε. Οι ψηφοφόροι δεν αισθάνθηκαν ότι απειλείται η σταθερότητα στη χώρα και επέλεξαν τις παραλίες... Ας µην έχουµε αυταπάτες, όµως. Η σταθερότητα παραµένει σηµείο αναφοράς, απαραίτητη προϋπόθεση άµυνας στην ταραγµένη περίοδο στον διεθνή περίγυρο, που προοιωνίζεται δύσκολες µέρες τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και στην Ευρώπη. Το ερώτηµα είναι αν οι κλυδωνισµοί στους πολιτικούς σχηµατισµούς είναι µεγέθη ευθέως ανάλογα µε τάσεις αποσταθεροποίησης τόσο στο εσωτερικό µέτωπο όσο και στις διεθνείς µας σχέσεις.
Ας ξεκινήσουµε µε τα βασικά. Η κυβέρνηση, αν και κατέγραψε µεγάλες απώλειες στις ευρωεκλογές, διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία, αφού τα δύο κόµµατα της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε φάση βαθιάς κρίσης και εσωστρέφειας και θα χρειαστούν µήνες για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Οι φυγόκεντρες δυνάµεις και οι τάσεις διάσπασης στα κόµµατα αυτά στέλνουν στις ελληνικές καλένδες τα περί άµεσης σύγκλισης των δύο κοµµάτων, ενισχύουν την αντίληψη ότι µε την υπάρχουσα τάξη πραγµάτων άλλα µονοπάτια, δύσβατα και δύσκολα, πρέπει να αναζητηθούν για τις πολυπόθητες συγκλίσεις, για έναν πόλο στην Κεντροαριστερά, µε προοπτικές κυβερνησιµότητας.
Οµως, πώς να το κάνουµε, το «µονοπώλιο» της Ν.∆. έχει υποστεί σηµαντική φθορά και το σενάριο µιας «καταραµένης» δεύτερης τετραετίας παραµένει πιθανό. Ποιο είναι το ζητούµενο εδώ; Οτι η αναγκαία από κάθε άποψη σταθερότητα για τη χώρα δεν είναι συνώνυµο της στασιµότητας. Η αδράνεια και η ακινησία, που ενδεχοµένως µπορεί να λειτουργεί υποδόρια στο κυβερνητικό σώµα, µπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα µονοπάτια. Αντίθετα, η φυγή προς τα εµπρός είναι κάτι παραπάνω από επιβεβληµένη. Το «πάµε µπροστά, όχι πίσω», που διατύπωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Οµάδας της Ν.∆., είναι σωστό ως κατεύθυνση, αλλά µένει να «γεµίσει» µε περιεχόµενο: η κυβερνητική ατζέντα πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική, η οικονοµική ανάπτυξη οφείλει να αλλάξει ρότα και να µη βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση, ο ανταγωνισµός πρέπει επιτέλους να λειτουργήσει για να υπάρξει ουσιαστικό αντίκρισµα στα ράφια των σουπερµάρκετ, οι µεταρρυθµίσεις στο κράτος που παραµένουν στα αζήτητα.
Οσο αυτό δεν γίνεται, η «φυγή προς τα εµπρός» θα κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε ευσεβή πόθο. Οι ολιγωρίες θα φέρουν γκρίνια, τα διλήµµατα «πιο δεξιά ή πιο Κέντρο» θα έρχονται και θα παρέρχονται. Και αντί να συζητιέται το πώς θα υλοποιηθεί µια παραγωγική ατζέντα, θα πέσουµε σε συζητήσεις του τύπου «τι θα γίνει µε τον νέο Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας» ή, ακόµα χειρότερα, µε τη φιλολογία για έναν εκλογικό αιφνιδιασµό και µάλιστα το φθινόπωρο, λένε ορισµένοι, που ακόµα τα κόµµατα της αντιπολίτευσης θα είναι σε φάση αποδιοργάνωσης και σε επίπεδο ηγεσίας θα έχουµε «τρικυµία εν κρανίω».
Η χώρα, πέρα από κάθε αµφιβολία, έχει ανάγκη µιας σταθερής πορείας στο προσεχές διάστηµα. Οι πόλεµοι στη Γάζα και την Ουκρανία δεν έχουν ηµεροµηνία λήξης, η Ευρώπη δεινοπαθεί στην οικονοµία, στο ενεργειακό, στο έλλειµµα πολιτικής ηγεσίας, στην έξαρση της ακροδεξιάς συνιστώσας. Η Ελλάδα, παρά τα προβλήµατα και τις ανεπάρκειες, παραµένει ένας σταθεροποιητικός παράγοντας τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων όσο και στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. ∆εν είναι και λίγο, µετά τη δεκαετή κρίση που έστειλε τη χώρα µας πολλά χρόνια πίσω. Μόνο που αυτό δεν είναι δεδοµένο ούτε αυτονόητο ούτε εύκολα διατηρήσιµο. Οι πολιτικές ανακατατάξεις δεν θα πρέπει σε καµία περίπτωση να θέσουν σε αµφισβήτηση τα κεκτηµένα, όµως και οι τάσεις στασιµότητας, αν δεν καταπολεµηθούν, θα είναι εξίσου επικίνδυνες.
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»