Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλήθηκε να λάβει μια απόφαση που κατά κοινή παραδοχή εμπεριείχε ρίσκο και συνοδευόταν από τη μόνιμη απειλή του πολιτικού κόστους.

Την απόφαση να σταματήσει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας, προτάσσοντας την υγεία των πολιτών.

Και είναι δύσκολο για έναν ηγέτη, ο οποίος διαχειρίζεται τις τύχες ενός κράτους που μόλις βγήκε από το τούνελ της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, να επιλέξει σε ποια από τις δύο όχθες του ποταμού πρέπει να πάει.

Οπως τον Μάρτιο έτσι και τώρα ο πρωθυπουργός, αδιαφορώντας για τις φωνές που ακούγονταν ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, έπραξε το απολύτως σωστό: Επέλεξε να θέσει σε προτεραιότητα το αδιαπραγμάτευτο αγαθό της δημόσιας υγείας των πολιτών από οτιδήποτε άλλο.

Γιατί τι αξία θα είχαν οι αναπτυξιακοί δείκτες και τα αποθεματικά στα ταμεία, αν η χώρα μετατρεπόταν από τη μία στιγμή στην άλλη και με ευθύνη της κυβέρνησης σε ένα απέραντο νεκροταφείο;
Ποιος θα ενδιαφερόταν για την κίνηση στην αγορά, αν οι κεντρικοί δρόμοι κατακλύζονταν από νεκροφόρες;
Ποια δικαιολογία θα μπορούσε να δώσει ο οποιοσδήποτε κυβερνητικός, αν φτάναμε στο σημείο να επιλέγουν οι γιατροί, στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, για το ποιοι πρέπει να ζήσουν και ποιοι να πεθάνουν;

Για όλα αυτά τα μακάβρια, που ενώ τα βλέπουμε στη γειτονιά μας, νομίζουμε ότι είναι (πολύ) μακριά μας, ήταν σωστή η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Κάλλιστα θα μπορούσε να κάνει την άλλη επιλογή, αυτή που θα ικανοποιούσε τους πολλούς, τους ανεύθυνους, τους αμφισβητίες του ιού.

Ωστόσο, τότε θα είχε κάνει το μεγάλο λάθος απέναντι σε έναν λαό που έχει αποδείξει ότι μπορεί να πειθαρχήσει, αρκεί να έχει τη σχετική καθοδήγηση.

Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να γίνει πρόσκαιρα ευχάριστος, όμως δεν θα ήταν μακροπρόθεσμα ωφέλιμος. Ευτυχώς, επέλεξε να γίνει προς στιγμήν δυσάρεστος, συνομιλώντας για άλλη μία φορά με τον ρεαλισμό και το αυτονόητο. Ηταν δύσκολη απόφαση, όμως ήταν αυτή που επιτάσσει η στιγμή.

Γιατί μπροστά στην ορατή απειλή της απόλυτης καταστροφής δεν θα είχε καμία σημασία να μείνουν για δέκα ή δεκαπέντε ημέρες ανοικτά τα μαγαζιά. Αυτό που προέχει δεν είναι ο χαβαλές του παρόντος, αλλά πώς θα ανοίξουμε, με τις λιγότερες απώλειες σε ζωές, το επόμενο παράθυρο στο μέλλον. Και είναι απολύτως κυνικά τα δεδομένα.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να διεκδικεί κανείς οτιδήποτε στη ζωή είναι η ίδια η ζωή. Ο Μητσοτάκης, σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι, ακολούθησε τον δύσβατο, αλλά σωστό δρόμο.

Αυτόν που σε κάνει ηγέτη και όχι ορντινάντζα στις ορέξεις της κοινωνίας. Εκείνος έκανε το καθήκον του.

Τώρα, μένει να κάνουμε το δικό μας. Η κοινότυπη ευχή «να 'χουμε την υγειά» περνά από τα χέρια μας.