Όταν η πλατεία μετεξελίσσεται σε "κόμμα Καρυστιανού" - Διαχρονικά ο θυμός της κοινωνίας βρίσκει εκφραστή
Πολιτικός Καφές
Η κρίσιµη καµπή για τη λάθος ανάγνωση ήταν οι εκλογές του '23 - Εκείνο που δεν υπολόγισαν το βράδυ των νικηφόρων εκλογών στο Μαξίµου ήταν ότι η ανυπαρξία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης αυξάνει τον όγκο της πλατείας
Πριν από καιρό, από τούτη εδώ τη στήλη, είχα εκτιµήσει ότι, αργά ή γρήγορα, η Μαρία Καρυστιανού θα σήκωνε το χεράκι της και θα διεκδικούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό. Ηταν κάτι που φαινόταν διά γυµνού οφθαλµού. Οµως, ήταν και το απολύτως προφανές. Να πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή, για να δούµε τι ακριβώς συµβαίνει και, κυρίως, τι πρόκειται να συµβεί κατά το αµέσως προσεχές διάστηµα. Αποτελεί νοµοτέλεια ότι οι κυβερνήσεις, όσο καλές κι αν είναι, στο δεύτερο µισό της δεύτερης θητείας τους βρίσκονται αντιµέτωπες µε θυµωµένα κοινωνικά ρεύµατα. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το σύστηµα οικοδοµήθηκε σε δύο πυλώνες, που δεν ήταν άλλοι από τη Ν.∆. και το ΠΑΣΟΚ. Κάτι σαν κολώνες µιας µεγάλης γέφυρας. Μάλιστα, οι εναλλαγές στις κυβερνήσεις γίνονταν σχετικά οµαλά, αφού ο κόσµος είχε τη δυνατότητα να µετακινηθεί από τη µια όχθη της γέφυρας στην άλλη.
Στα χρόνια της κρίσης, ήρθαν τα πάνω κάτω, µε αποτέλεσµα να επέλθει µια στρέβλωση, την οποία µπορείτε και να φανταστείτε ως γκρέµισµα της γέφυρας. Ετσι, ένα τριάντα και βάλε του εκλογικού σώµατος βρίσκεται στη δεξιά όχθη, µε το υπόλοιπο περίπου εβδοµήντα να µοιάζει εγκλωβισµένο στην κεντροαριστερή, αναζητώντας, εκτός από πρόσβαση, και ηγέτη να εκφραστεί. Και, προφανώς, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που, βλέποντας την κυριαρχία της Ν.∆. και του Κυριάκου Μητσοτάκη, για ένα διάστηµα ζούσαν µε την αυταπάτη ότι, από τη στιγµή που δεν υφίσταται αξιόµαχη αντιπολίτευση, θα κυριαρχούσε (σχεδόν) για πάντα η σηµερινή κυβέρνηση. Η κρίσιµη καµπή για τη λάθος ανάγνωση ήταν οι εκλογές του ’23, τότε που και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έσπευσε να πανηγυρίσει ένα εκλογικό αποτέλεσµα που νοµοτελειακά οδηγούσε σε αυτό που τείνει να διαµορφωθεί ως πραγµατικότητα στο πολιτικό σκηνικό. Εκείνο που δεν υπολόγισαν το βράδυ των νικηφόρων εκλογών στο Μαξίµου ήταν ότι η ανυπαρξία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης αυξάνει τον όγκο της πλατείας. Αυτό ακριβώς που είδαµε να συµβαίνει πριν από λίγο καιρό.
Και όταν αρχίζουν να γεµίζουν οι πλατείες, είτε αυτές είναι των «Αγανακτισµένων» είτε των Τεµπών, κάπου στο βάθος «γεννούν» τέρατα. Το ’15 από την πλατεία προέκυψε η κυβέρνηση των Τσιπροκαµµένων και τώρα φαίνεται να προκύπτει το κόµµα του «αϊ σιχτίρ». Αν και το φαινόµενο εξελίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους και µε εντελώς άλλους πρωταγωνιστές, στο τέλος το αποτέλεσµα είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι ένα «προϊόν» που είναι αποτέλεσµα ενός σωρευµένου θυµού µιας κοινωνίας που αναζητά έκφραση και εκφραστή στην πλατεία. Εκεί όπου κυριαρχεί (έστω και άναρχα) η αποδοκιµασία της κυβέρνησης, όπου τα επιχειρήµατα δεν συναντούν τον ρεαλισµό και, κυρίως, όπου δεν έχει κανένα νόηµα οτιδήποτε έχει ιδεολογικό πρόσηµο. Είναι ο θυµός που µπαίνει στο µίξερ του «αϊ σιχτίρ» και που γίνεται ένα µε την Καρυστιανού, µε τις σκηνές µπροστά από τον Αγνωστο Στρατιώτη, µε τα «κλεµµένα» του ΟΠΕΚΕΠΕ, µε το κράτος ∆ικαίου που δεν υπάρχει και µε τη διαφθορά που κυνηγά η Ευρωπαία Εισαγγελέας σε κάθε πεδίο της κοινωνίας.
Ας µην έχουµε αυταπάτες. Από την πλατεία των Τεµπών έχει προκύψει το «κόµµα της Καρυστιανού». Και προέκυψε γιατί το επέτρεψε το ενοχικό σύνδροµο που είχε κυριεύσει τόσο το κυβερνών κόµµα όσο και τα υπόλοιπα της αντιπολίτευσης. Οι δηλώσεις τύπου Σκέρτσου, ότι, αν δεν ήταν υπουργός, θα κατέβαινε στην πλατεία, βοήθησαν στο να βρεθεί πιο γρήγορα αντίπαλος στον Μητσοτάκη. Γιατί, αν, όταν γράφαµε ότι η Καρυστιανού έχει πολιτικές βλέψεις, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και τα µέσα ενηµέρωσης την αντιµετώπιζαν ως εν δυνάµει πολιτικό, τα πράγµατα θα εξελίσσονταν εντελώς διαφορετικά. ∆υστυχώς, όµως, στην Ελλάδα δεν έχουµε αποκτήσει κουλτούρα κανονικότητας, αφού εξακολουθούµε σε κάθε δουλειά να προτάσσουµε το συναίσθηµα και στην πολιτική να υπολογίζουµε το πολιτικό κόστος.
Την ώρα που η Καρυστιανού µιλούσε πολιτικά, κυβέρνηση και κόµµατα της αντιπολίτευσης την αντιµετώπιζαν ως χαροκαµένη µάνα. Και τώρα, που έρχεται να τους πάρει τη δουλειά, άρχισαν να την αντιµετωπίζουν ως πολιτικό. Είναι, όµως, αργά, αφού πλέον η κυρία εκφράζει το «αντί» και, κυρίως, όσους θέλουν να αποδοκιµάσουν τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αν κάτι µας διδάσκει είναι ότι οι πολίτες πρώτα αποφασίζουν ποιον θα αποδοκιµάσουν και µετά βρίσκουν αυτόν που θα επιδοκιµάσουν. Κάτι µου λέει ότι βρισκόµαστε σε αυτό ακριβώς το πεδίο. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έχει µία και µόνη επιλογή. Να αφήσει την πλατεία στους «αϊ σιχτίρηδες», επιλέγοντας τη συγκρότηση ενός µετώπου καθαρού ιδεολογικά, που θα απευθύνεται στους νοικοκυραίους και σε αυτούς που δεν θέλουν να παίξουν στα ζάρια τη χώρα.
Στα χρόνια της κρίσης, ήρθαν τα πάνω κάτω, µε αποτέλεσµα να επέλθει µια στρέβλωση, την οποία µπορείτε και να φανταστείτε ως γκρέµισµα της γέφυρας. Ετσι, ένα τριάντα και βάλε του εκλογικού σώµατος βρίσκεται στη δεξιά όχθη, µε το υπόλοιπο περίπου εβδοµήντα να µοιάζει εγκλωβισµένο στην κεντροαριστερή, αναζητώντας, εκτός από πρόσβαση, και ηγέτη να εκφραστεί. Και, προφανώς, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που, βλέποντας την κυριαρχία της Ν.∆. και του Κυριάκου Μητσοτάκη, για ένα διάστηµα ζούσαν µε την αυταπάτη ότι, από τη στιγµή που δεν υφίσταται αξιόµαχη αντιπολίτευση, θα κυριαρχούσε (σχεδόν) για πάντα η σηµερινή κυβέρνηση. Η κρίσιµη καµπή για τη λάθος ανάγνωση ήταν οι εκλογές του ’23, τότε που και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έσπευσε να πανηγυρίσει ένα εκλογικό αποτέλεσµα που νοµοτελειακά οδηγούσε σε αυτό που τείνει να διαµορφωθεί ως πραγµατικότητα στο πολιτικό σκηνικό. Εκείνο που δεν υπολόγισαν το βράδυ των νικηφόρων εκλογών στο Μαξίµου ήταν ότι η ανυπαρξία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης αυξάνει τον όγκο της πλατείας. Αυτό ακριβώς που είδαµε να συµβαίνει πριν από λίγο καιρό.
Και όταν αρχίζουν να γεµίζουν οι πλατείες, είτε αυτές είναι των «Αγανακτισµένων» είτε των Τεµπών, κάπου στο βάθος «γεννούν» τέρατα. Το ’15 από την πλατεία προέκυψε η κυβέρνηση των Τσιπροκαµµένων και τώρα φαίνεται να προκύπτει το κόµµα του «αϊ σιχτίρ». Αν και το φαινόµενο εξελίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους και µε εντελώς άλλους πρωταγωνιστές, στο τέλος το αποτέλεσµα είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι ένα «προϊόν» που είναι αποτέλεσµα ενός σωρευµένου θυµού µιας κοινωνίας που αναζητά έκφραση και εκφραστή στην πλατεία. Εκεί όπου κυριαρχεί (έστω και άναρχα) η αποδοκιµασία της κυβέρνησης, όπου τα επιχειρήµατα δεν συναντούν τον ρεαλισµό και, κυρίως, όπου δεν έχει κανένα νόηµα οτιδήποτε έχει ιδεολογικό πρόσηµο. Είναι ο θυµός που µπαίνει στο µίξερ του «αϊ σιχτίρ» και που γίνεται ένα µε την Καρυστιανού, µε τις σκηνές µπροστά από τον Αγνωστο Στρατιώτη, µε τα «κλεµµένα» του ΟΠΕΚΕΠΕ, µε το κράτος ∆ικαίου που δεν υπάρχει και µε τη διαφθορά που κυνηγά η Ευρωπαία Εισαγγελέας σε κάθε πεδίο της κοινωνίας.
Ας µην έχουµε αυταπάτες. Από την πλατεία των Τεµπών έχει προκύψει το «κόµµα της Καρυστιανού». Και προέκυψε γιατί το επέτρεψε το ενοχικό σύνδροµο που είχε κυριεύσει τόσο το κυβερνών κόµµα όσο και τα υπόλοιπα της αντιπολίτευσης. Οι δηλώσεις τύπου Σκέρτσου, ότι, αν δεν ήταν υπουργός, θα κατέβαινε στην πλατεία, βοήθησαν στο να βρεθεί πιο γρήγορα αντίπαλος στον Μητσοτάκη. Γιατί, αν, όταν γράφαµε ότι η Καρυστιανού έχει πολιτικές βλέψεις, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και τα µέσα ενηµέρωσης την αντιµετώπιζαν ως εν δυνάµει πολιτικό, τα πράγµατα θα εξελίσσονταν εντελώς διαφορετικά. ∆υστυχώς, όµως, στην Ελλάδα δεν έχουµε αποκτήσει κουλτούρα κανονικότητας, αφού εξακολουθούµε σε κάθε δουλειά να προτάσσουµε το συναίσθηµα και στην πολιτική να υπολογίζουµε το πολιτικό κόστος.
Την ώρα που η Καρυστιανού µιλούσε πολιτικά, κυβέρνηση και κόµµατα της αντιπολίτευσης την αντιµετώπιζαν ως χαροκαµένη µάνα. Και τώρα, που έρχεται να τους πάρει τη δουλειά, άρχισαν να την αντιµετωπίζουν ως πολιτικό. Είναι, όµως, αργά, αφού πλέον η κυρία εκφράζει το «αντί» και, κυρίως, όσους θέλουν να αποδοκιµάσουν τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αν κάτι µας διδάσκει είναι ότι οι πολίτες πρώτα αποφασίζουν ποιον θα αποδοκιµάσουν και µετά βρίσκουν αυτόν που θα επιδοκιµάσουν. Κάτι µου λέει ότι βρισκόµαστε σε αυτό ακριβώς το πεδίο. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έχει µία και µόνη επιλογή. Να αφήσει την πλατεία στους «αϊ σιχτίρηδες», επιλέγοντας τη συγκρότηση ενός µετώπου καθαρού ιδεολογικά, που θα απευθύνεται στους νοικοκυραίους και σε αυτούς που δεν θέλουν να παίξουν στα ζάρια τη χώρα.
∆ύο υπουργοί του Τραµπ στην Αθήνα
Κάτι µου λέει ότι η ενεργειακή διπλωµατία στην οποία επιδίδεται ο Σταύρος Παπασταύρου έχει αρχίσει να βοηθά γενικώς την αναβάθµιση των σχέσεων της ελληνικής κυβέρνησης µε την κυβέρνηση Τράµπ. Το γεγονός ότι µέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστηµα θα βρεθούν στη χώρα µας δύο Αµερικανοί υπουργοί που ηγούνται νευραλγικών χαρτοφυλακίων στις ΗΠΑ δείχνει ότι ο Ελληνας υπουργός κατάφερε να τοποθετήσει την µπάλα στο σηµείο που έπρεπε. Ως γνωστόν, στις 6-7 Νοεµβρίου στην Αθήνα θα βρίσκεται ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, ο οποίος θα µετέχει στη Σύµπραξη για τη ∆ιατλαντική Συνεργασία στην Ενέργεια και στο Κλίµα (P-TECC). Εκείνο που ενδεχοµένως να µην έχετε ακούσει (και κάπου κυκλοφόρησε στα διπλωµατικά στέκια) είναι ότι, εκτός από τον ως άνω Αµερικανό κυβερνητικό αξιωµατούχο, είναι πολύ πιθανόν να ξαναδούµε στην Αθήνα, για δεύτερη φορά µέσα σε ελάχιστο χρόνο, και τον υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Τραµπ και επικεφαλής του Συµβουλίου Ενεργειακής Κυριαρχίας, Νταγκ Μπέργκαµ. Αντιλαµβάνεστε ότι, αν επιβεβαιωθούν οι ως άνω πληροφορίες, θα βρισκόµαστε µπροστά σε ένα τεράστιο γεωπολιτικό γεγονός. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουµε να παραδεχτούµε ότι ήδη ο υπουργός Παπασταύρου έχει κάνει πολλή και σοβαρή δουλειά, κυρίως εκτός συνόρων, η οποία, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, θωρακίζει και τα εντός σύνορα.Αξίζει... Οπου κάτσει κι όπου σταθεί, ο Νεοδηµοκράτης βουλευτής Θόδωρος Καράογλου διαδίδει ότι (σχεδόν) έχει πάρει το «ΟΚ» του Μητσοτάκη, προκειµένου να είναι υποψήφιος περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας.
Ενδιαφέρει...Απροθυµία στην εξεύρεση προσώπων που επιθυµούν να είναι υποψήφιοι µε το ΠΑΣΟΚ συναντά (εξ όσων πληροφορούµαι) ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης.
Στη Χόβολη
- Κάτι σαν εξαφανισµένος φαίνεται να είναι το τελευταίο χρονικό διάστηµα ο αντιπρόεδρος Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος, κατά κοινή παραδοχή, αποδεικνύεται κατώτερος των προσδοκιών που είχε θέσει ο πρωθυπουργός. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι δεν θα προκαλέσει έκπληξη η µετακίνησή του από το Μαξίµου σε κάποιο από τα παραγωγικά υπουργεία, δεδοµένου ότι για το Εξωτερικών προορίζεται άλλος.
- Κάτι µου λέει, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς, ότι εσχάτως στο κλαµπ των δυσαρεστηµένων µε τον Μητσοτάκη καναλαρχών προστέθηκε και ο Θοδωρής Κυριακού του ΑΝΤ1. Με δεδοµένο ότι τον είδαµε µαζί µε τον πρωθυπουργό στις ΗΠΑ, ό,τι συνέβη συνέβη µετά την επιστροφή των δύο ανδρών στην Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, κρατήστε ότι ο εν λόγω καναλάρχης, παρά την ενόχλησή του µε το Μαξίµου, είχε αλλεπάλληλες επαφές µε πρωτοκλασάτους υπουργούς του Κυριάκου.
- Φηµολογείται εντόνως ότι τις επόµενες ηµέρες θα σταλεί από τους Ευρωπαίους εισαγγελείς η νέα δικογραφία που σχετίζεται µε την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
- Αντίστροφα έχει αρχίσει να µετρά στο Εξωτερικών η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, γεγονός που φάνηκε και από την απόφαση του πρωθυπουργού να τα βρει µε τον Αρχιεπίσκοπο Αµερικής, Ελπιδοφόρο. Βλέπετε, η έµπειρη διπλωµάτης είχε οδηγήσει τον πρόεδρο Μητσοτάκη σε απανωτά λάθη - αφήστε που είναι (σχεδόν) αντιπαθής στον σκληρό πυρήνα του νυν Λευκού Οίκου.
- Είχαν χρόνια να δουν οι δήµαρχοι τόσο σοβαρή δουλειά στο υπουργείο Εσωτερικών, µε τον αρµόδιο υπουργό, Θοδωρή Λιβάνιο, να έχει εκτινάξει τη δηµοφιλία του στους κόλπους των αυτοδιοικητικών. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι εσχάτως κάποιοι εξ αυτών, µεταξύ σοβαρού κι αστείου, άρχισαν να λένε ότι ο υπουργός Εσωτερικών θα ήταν η ιδανικότερη επιλογή για το υπουργείο Υποδοµών, αν και εφόσον ο Μητσοτάκης θέλει (που θέλει) να τρέξουν όλα τα µεγάλα έργα.
- Πυκνώνουν τα σύννεφα στο υπουργείο Ενέργειας για τον γενικό γραµµατέα, Πέτρο Βαρελίδη, εξαιτίας της ολιγωρίας που έχει επιδείξει στο θέµα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Οι θεωρητικολογίες του ανδρός φαίνεται ότι θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο πολλές περιοχές της χώρας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι την έχουν σκαπουλάρει Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
En