Του Γιάννη Μανδαλίδη

Πηγή δικαιολογημένης ανησυχίας αποτελεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην Τουρκία, το οποίο αφήνει πίσω του έναν οριακά αυτοδύναμο «σουλτάνο» να ενώσει μία βαθιά διχασμένη χώρα.

H Τουρκία εισέρχεται σε μια νέα περίοδο έντασης και αβεβαιότητας και η ισχνή πλειοψηφία του 51,4% που εξασφάλισε η πρόταση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθιστά τη διαχείριση της χώρας ιδιαίτερα πολύπλοκη και σαφώς στερεί από τον ίδιο την απόλυτη κυριαρχία που επιθυμούσε ώστε να επιβάλει έστω και με σιδηρά πυγμή πολιτική σταθερότητα.

Επιπλέον, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος παγιώνει την γεωγραφική και κοινωνική τριχοτόμηση της Τουρκίας, με τα αναπτυγμένα δυτικά παράλια να λένε «όχι» στον Ερντογάν και να κοιτούν στη Δύση, τις ανατολικές και νοτιοανατολικές κουρδικές επαρχίες να αποτελούν μία διακριτή κοινωνική και πολιτική ενότητα και τους συντηρητικούς μουσουλμάνους της κεντρικής Τουρκίας να ακολουθούν τον Τούρκο πρόεδρο.

Ενδεικτική επίσης του διχασμού στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας είναι η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Στις περιοχές αυτές, έκαναν δυναμική εμφάνιση μορφωμένα μεσαία στρώματα, συμπεριλαμβανομένων και των φιλελεύθερων και φιλοευρωπαϊκών τμημάτων της κοινωνίας που ευεργετήθηκαν από τις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης, παραμερίζοντας για πρώτη φορά, έστω και οριακά σε κάποιες περιοχές, τη συντηρητική μουσουλμανική μεσαία τάξη που δημιούργησε τα προηγούμενα χρόνια η ανάπτυξη του ισλαμιστικού κεφαλαίου και αποτέλεσε την κοινωνική ραχοκοκαλιά της πολιτικής Ερντογάν.

Με το αποτέλεσμα αυτό κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για νίκη του Ερντογάν, παρ’ όλο που εξάντλησε με δυσανάλογο τρόπο όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, που του παρείχε το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι.

Πολλοί στην Τουρκία μιλούν για πολιτική «ήττα» του Ερντογάν, ωστόσο ακόμη και αυτό το οριακό αποτέλεσμα του δίνει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις εγκαθιδρύοντας «ενός ανδρός αρχή». Το αν θα το πράξει εξαρτάται από την ανάγνωση του αποτελέσματος από τον ίδιο.

Μέσα σε αυτό το αμφίρροπο πολιτικό πλαίσιο στο εσωτερικό, η Τουρκία δίνει επιπλέον το τελευταίο διάστημα σημάδια γεωστρατηγικού αποπροσονατολισμού στο εξωτερικό. Απομακρύνεται από παραδοσιακούς άξονες της εξωτερικής της πολιτικής, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη, και χάνει το βηματισμό της μέσα στις ευρωατλαντικές δομές. Η συνεργασία με την Ρωσία, ήταν μία πρώτη ένδειξη της στροφής αυτής, η οποία όμως δεν είναι δεδομένο ότι θα έχει συνέχεια, καθώς πρόκειται για μία ευκαιριακή συμμαχία, με την κάθε πλευρά να έχει διαφορετικό προσανατολισμό και τις σχέσεις τους να δοκιμάζονται συνεχώς.

Έχοντας απομακρύνει από τον περίγυρό του αξιόλογους συμβούλους και διπλωμάτες, τους οποίους κατηγόρησε ως «γκιουλενιστές», στέρησε από την Τουρκία το διπλωματικό εκείνο κεφάλαιο που τα προηγούμενα χρόνια είχε οικοδομήσει ένα πολύτιμο πλέγμα σχέσεων με τη διεθνή κοινότητα.

Έτσι, η Τουρκία εμφανίζεται τώρα να τραβάει τον δικό της «τρίτο δρόμο» στην εξωτερική πολιτική, δημιουργώντας συνθήκες περιφερειακής αστάθειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Παράλληλα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να συσπειρώσει το εσωτερικό του, το οποίο θα εξεγείρεται, διπλωματικοί κύκλοι εκφράζουν ανησυχίες ότι ο Ερντογάν μπορεί να γίνει ακόμη πιο επικίνδυνος για την Ελλάδα, συνεχίζοντας ή ακόμη και κλιμακώνοντας τις πολιτικές έντασης που ακολούθησε προεκλογικά.