Κοινή είναι πλέον η εκτίμηση ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύαμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υφίσταται, η Τουρκία έχει εξελιχθεί σε έναν άγνωστο και ως εκ τούτου απρόβλεπτο γείτονα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Βασικό χαρακτηριστικό της «νέας Τουρκίας» είναι η αποκλίνουσα πορεία της από τις πολιτικές της Ουάσινγκτον, με την εγκατάλειψη της προνομιακής σχέσης συμμαχίας που οικοδομήθηκε εδώ και 70 χρόνια, από την εποχή που κοινός εχθρός ήταν η Σοβιετική Ένωση.

Βέβαια, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι οι σχέσεις αυτές δεν ήταν πάντα ανέφελες. Δείγματα ότι τα συμφέροντα των δύο χωρών ενίοτε δεν ταυτίζονταν εμφανίζονταν κατά καιρούς, με αποκορύφωμα το εμπάργκο των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο, το οποίο οι Τούρκοι ακόμη φέρουν βαρέως.

Η χρονική περίοδος ωστόσο που φάνηκε ότι τα συμφέροντα των δύο χωρών κινούνται σε διαφορετικές, διασταυρούμενες μεταξύ τους πορείες ήταν η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και η άρνηση της Τουρκίας να ανοίξει τα εδάφη της για τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων, φοβούμενη ότι η αμερικανική πολιτική οδηγεί στην ίδρυση κουρδικού κράτους.

Το σημείο πλήρους ρήξης ωστόσο στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας τοποθετείται στις 15 Ιουλίου του 2016, ημέρα που εκδηλώθηκε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Ορισμένοι πάντως τοποθετούν το σημείο αυτό λίγα χρόνια νωρίτερα, το Δεκέμβριο του 2013, όταν ο Ερντογάν βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μπαράζ αποκαλύψεων για σκάνδαλα που εμπλεκόταν άτομα από το στενό περιβάλλον του και την οικογένειά του. Για τον Τούρκο πρόεδρο αυτό ήταν το πρελούδιο του πραξικοπήματος.

Αντιλαμβανόμενος ο Ερντογάν τις επερχόμενες ιστορικής σημασίας αλλαγές ενώπιον των οποίων βρισκόταν η χώρα –ακόμη και του κινδύνου διαμελισμού της- και υπό το κράτος φόβου για το ζοφερό μέλλον που διαγραφόταν στον ορίζοντα της προσωπικής του πολιτικής πορείας, ανέλαβε (τυφλή κατά πολλούς) δράση. Από εκείνο το σημείο και μετά αποφάσισε να βγάλει την Τουρκία από το κάδρο της δυτικής συμμαχίας και να αναζητήσει αλλού γεωστρατηγικά ερείσματα, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος.

Η μονομερής απόφαση της Αγκυρας να εισβάλει στη Συρία, αποτέλεσε έναν ακόμη σημαντικό σταθμό στη συγκρουσιακή πορεία της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Η πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τϊλερσον στην Τουρκία, παρά τις δημόσιες διπλωματικές αβρότητες, δεν κατάφερε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ενώ η παρουσία του συμβούλου εθνικής ασφαλείας Χέρμπερτ Ρέιμοντ Μακ Μάστεςρ υπενθύμιζε απλώς προηγούμενες δηλώσεις του, τον περασμένο Δεκέμβριο, ότι η Τουρκία μαζί με το Κατάρ αποτελούν τους δύο «κορυφαίους κρατικούς χορηγούς της ριζοσπαστικής ισλαμιστικής ιδεολογίας» στη Μέση Ανατολή.

Παράλληλα με την πολιτική, η στρατηγική Ερντογάν έχει και οικονομική της διάσταση. Οι ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ επηρεάζει και τις τουρκικές εξαγωγές, ιδιαίτερα του χάλυβα με τον οποίο οι ΗΠΑ προμηθεύονται σε μεγάλες  ποσότητες από την Τουρκία. Τέτοιες πρακτικές, ακόμη και αν δεν είναι ικανές να προκαλέσουν αλλαγή της τουρκικής στάσης, είναι σε κάθε περίπτωση ενδεικτικές των αμερικανικών προθέσεων.

Στο ίδιο πλαίσιο της επιδείνωσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων τοποθετείται και η απόφαση της Ουάσινγκτον -που έγινε σήμερα γνωστή- να στείλει πολεμικά πλοία του 6ου Στόλου να προστατέψουν την γεώτρηση της Exxon στην κυπριακή ΑΟΖ, για να αποτρέψει τουρκικούς λεονταρισμούς ανάλογους με εκείνους που εμπόδισαν λίγες ημέρες νωρίτερα την ιταλική γεώτρηση.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει τα απέναντί της μία διαφορετική Τουρκία από αυτή που γνώριζε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι απέκτησε έναν «νέο γείτονα», με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Πρόκειται για έναν γείτονα που πολεμάει σε τρία μέτωπα (Ιράκ, Συρία και Κούρδοι στο εσωτερικό) και διατηρεί στρατό σε τρεις γειτονικές του χώρες (Κύπρος, Ιράκ, Συρία).

2. Χαρακτηρίζεται από το επικίνδυνα ρευστό πολιτικό περιβάλλον στο εσωτερικό, με κύριο στοιχείο την κλιμάκωση της βίας και των πολιτικών διώξεων.

3. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε έναν αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης, σίγουρα όχι δημοκρατικό, και σε εθνικιστική υστερία, που συχνά εκφράζεται ως αντιδυτικό μένος.

4. Επιδιώκει από περιφερειακό παίχτη να εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη εφαρμόζοντας πολιτική σκληρής ισχύος.  

5. Στα προβλήματα αυτά εκτιμάται ότι θα προστεθεί αργά ή γρήγορα και το πρόβλημα της οικονομίας, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας που πιέζει τους δείκτες ανάπτυξης.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σαφές ότι η μετατόπιση του στρατηγικού άξονα της Τουρκίας αποτελεί αιτία αποσταθεροποίησης όχι μόνο για την ίδια, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για την ευρύτερη περιοχή και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα.