Η ιστορική ρήση του Μάο Τσε Τουνκ «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» αποτελούσε πάντα πηγή έμπνευσης για την εκπόνηση του στρατηγικού σχεδιασμού του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα. Ο ίδιος άλλωστε την συγκεκριμένη αναφορά την είχε μνημονεύσει απροκάλυπτα το καλοκαίρι του 2016 όταν έφερνε προς ψήφιση στην Βουλή την αλλαγή του εκλογικού νόμου, δείχνοντας να απολαμβάνει αφενός μεν τις φωτιές που είχε ανάψει με την επίμαχη πρωτοβουλία του στο πολιτικό σκηνικό της χώρας αφετέρου δε και τις παρενέργειες στο εσωτερικό των άλλων κομμάτων.

Στόχος αυτής της τακτικής δεν ήταν πάντα η επίλυση των ζητημάτων με τα οποία καταπιανόταν το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά η μεθοδευμένη πυροδότηση εσωκομματικών προβλημάτων στην αντιπολίτευση ακόμη και επί σοβαρών εθνικών θεμάτων, όπως συμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες με τις εξελίξεις στο Σκοπιανό.

Με τη διαφορά όμως ότι αυτή τη φορά η προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου να σύρει τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε μια ακόμη «επικοινωνιακή παγίδα» - ακολουθώντας την προσφιλή τακτική της απαίτησης να πάρουν θέση επί του θέματος δίχως προηγουμένως να έχουν ενημερωθεί αρμοδίως και υπευθύνως οι ηγεσίες τους για την «γραμμή» της κυβερνησης - γύρισε «μπούμερανγκ». Η διαχείριση ενός τόσου σοβαρού ζητήματος με όρους εσωτερικού τακτισμού και με πρωταρχικό μέλημα την πρόκληση διαιρέσεων στην αντιπολίτευση υπερκεράστηκε θεαματικά από το μεγαλειώδες συλλαλητήριο στην Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα η «μεγάλη αναταραχή» να μην είναι και «τόσο θαυμάσια» κατάσταση για το επιτελείο του πρωθυπουργού, καθώς υποτίμησε την παράμετρο «λαϊκός παράγοντας».

Ο αρχικός σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου στην υπόθεση των διαπραγματεύσεων για την ονομασία των Σκοπίων προέβλεπε σαφώς το διχασμό της Νέας Δημοκρατίας και την δοκιμασία των σχέσεων του Κ. Μητσοτάκη με τους προκατόχους του, καθώς σε ημερήσια βάση πριν φτάσουμε στο σημείο να ο κόσμος τους δρόμους, υπήρχε και μία κυβερνητική ανακοίνωση προς αυτή την κατεύθυνση, που συνοδευόταν πάντα με την αυθαίρετη εικασία περί ομηρίας του «από τα ακροδεξιά τμήματα» του κόμματος του.

Ταυτόχρονα το επιτελείο του Α. Τσίπρα με αιχμή την υπόθεση του Σκοπιανού άφηνε τεχνηέντως να φανεί ότι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το διαζύγιο της αριστεράς με τους ΑΝΕΛ, κάτι που εξυπηρετούσε έστω και συγκυριακά την προαναγγελία που είχε κάνει λίγες ημέρες νωρίτερα ο πρωθυπουργός για υποστήριξη της κυβέρνησης από δυνάμεις τους μεσαίου χώρου και του κέντρου, φέρνοντας ως παράδειγμα την προσχώρηση της ανεξάρτητης βουλευτού Θ. Μεγαλοοικονόμου στην Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ.

Δηλωτικό επίσης της αντιμετώπισης του Σκοπιανού με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης ήταν το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επιχείρησε να βάλει στο «κόλπο» και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, κάτι που τελικά δεν τον βοήθησε όσο αρχικώς ήλπιζε, αφού οι παραινέσεις του περί αχρείαστων συλλαλητηρίων δεν έπιασαν τόπο.

Με βάση τα παραπάνω η «θαυμάσια αναταραχή» που έστησε το Μέγαρο Μαξίμου με το σκεπτικό ότι όσο πιο «χαώδες» είναι το σκηνικό τόσο πιο απαρατήρητη θα περνούσε μια επώδυνη λύση επί της ονομασίας των Σκοπίων είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει σε θεαματικές αναδιπλώσεις και τον ίδιο τον Α. Τσίπρα, ο οποίος είναι δεξιοτέχνης στο να επαναπροσδιορίζει την στάση του και να χρεώνει στους άλλους τον λογαριασμό των δικών του επιλογών.

Ειδικά μετά την απρόσμενη δυναμική που πήραν τα πράγματα σε επίπεδο κοινωνικών αντιδράσεων για την ονομασία των Σκοπίων στην κυβέρνηση αναζητούν γραμμή άμυνας προκειμένου να δικαιολογήσουν εγκαίρως ακόμη και το σενάριο του ναυαγίου των διαπραγματεύσεων.

Επίσης με αφορμή την προετοιμασία ενός ακόμη συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας στις αρχές Φεβρουαρίου η κυβέρνηση θα επιδιώξει αν όχι την ματαίωση του, ελπίζοντας ότι σε αυτό θα συμβάλλουν και άλλες πολιτικές δυνάμεις με την δημόσια στάση τους, τουλάχιστον την «υποβάθμιση» του δια της φιλικής αυτή τη φορά αντιμετώπισης των διαδηλωτών, ώστε να μην καταγραφεί ως «ευρύτερη αντικυβερνητική διαδήλωση» με προεκτάσεις πέραν της διαμαρτυρίας για το Σκοπιανό.