Η με κάθε τρόπο προσκόλληση στην εξουσία και στους καρπούς της αποδεικνύεται καθημερινά ως κεντρικός στόχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Στόχος προ του οποίου τίθενται σε δεύτερη μοίρα το συμφέρον της χώρας, η κοινή λογική και, βέβαια, το πολιτικό ήθος. Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση επαναφέρει τη σκανδαλολογία εις βάρος των πολιτικών αντιπάλων της ανατρέχοντας σε υποθέσεις προ δεκαπενταετίας και πλέον, ενώ αποκαλύπτονται καθημερινά μείζονα οικονομικά σκάνδαλα των δικών της ημερών. Μόνο στο πιο πρόσφατο από αυτά, αποδεικνύεται ότι οι οφειλές της εταιρείας ELFE συμφερόντων Λαυρεντιάδη προς τη ΔΕΠΑ για την προμήθεια φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 45 εκατ. ευρώ κατά την περίοδο 2015-2017. Και αυτό, όπως σημείωσε ο πρώην διευθύνων σύμβουλός της, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε διατελέσει προηγουμένως γενικός διευθυντής εταιρειών του ομίλου Λαυρεντιάδη, έγινε με πλήρη ενημέρωση και συμφωνία των αρμοδίων υπουργών!!


Ο μικροκομματισμός και ο λαϊκισμός διατρέχουν όλους τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Καίρια θεσμικά ζητήματα αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως «ευκαιρίες» παραπλάνησης των ψηφοφόρων και εξαγγελίας κίβδηλων υποσχέσεων για προσλήψεις και επιδόματα. Ζητήματα εθνικά, όπως η συμφωνία με τα Σκόπια, οι σχέσεις με την Τουρκία, ακόμη και η σχέση του έθνους με την Ορθοδοξία, προσεγγίζονται χωρίς συναίνεση της αντιπολίτευσης και του λαού και με ακραία επιπολαιότητα ως προς τις μελλοντικές επιπτώσεις των σημερινών κυβερνητικών επιλογών.


Το «σχέδιο συμφωνίας» με την Εκκλησία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Χωρίς κανένα διάλογο, η κυβέρνηση προκαλεί αναστάτωση και αβεβαιότητα στους κληρικούς θέτοντας εν αμφιβόλω τα ασφαλιστικά και μισθολογικά δικαιώματά τους, ενώ δεν επιτυγχάνεται καμία εξοικονόμηση κρατικού χρήματος, καθώς το κονδύλι για τη μισθοδοσία των κληρικών απλώς μετονομάζεται σε «επιδότηση». Το ζήτημα των κληρικών στις Νέες Χώρες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη πυροδοτεί κρίση στις σχέσεις με το Πατριαρχείο, το οποίο η κυβέρνηση δεν έκανε καν τον κόπο να ενημερώσει παρά μόνον εκ των υστέρων.

Και όλα αυτά για να σπεύσει ο πρωθυπουργός να «τάξει» 10.000 νέες προσλήψεις στο Δημόσιο με άγνωστο το πότε και αν θα μπορεί να τις υλοποιήσει, αλλά και να ισχυρισθεί απατηλά στο αριστερό του ακροατήριο ότι πέτυχε τον «χωρισμό» Εκκλησίας και κράτους. «Χωρισμό», που επαναφέρει ως σύνθημα, περιφρονώντας τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, για τους οποίους η Ορθοδοξία είναι βασικό θεμέλιο της ταυτότητας και των παραδόσεών τους.


Η ίδια αντίληψη εκφράζεται στην κυβερνητική προσέγγιση της αναθεώρησης του Συντάγματος. Η κυβέρνηση τη βλέπει ως αφορμή ηχηρών «συνθημάτων», όπως τα δημοψηφίσματα, η απλή αναλογική και η «ουδετερότητα» του κράτους έναντι της Εκκλησίας, ενώ αρνείται να εντάξει στις αναθεωρητέες διατάξεις οιαδήποτε πρόταση εκσυγχρονισμού της κρατικής λειτουργίας, όπως τη δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, την ενίσχυση της αξιολόγησης και της αξιοκρατίας στο Δημόσιο και την καθιέρωση του αναπτυξιακού προσανατολισμού ως βασικού στόχου της κρατικής οικονομικής παρέμβασης.


Την ίδια ώρα, η χώρα αδυνατεί να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, οι επενδύσεις ασθμαίνουν ή αποτελματώνονται εντελώς, ο ιδιωτικός τομέας αποστραγγίζεται από δανειακά κεφάλαια, οι νέες θέσεις εργασίας είναι κατά 60% μερικής απασχόλησης, ενώ μόλις τον περασμένο μήνα, με τη λήξη της τουριστικής περιόδου, αναφέρθηκαν 120.000 απολύσεις. Παρά ταύτα και παρότι οι εταίροι μας εκφράζουν την ανησυχία τους για την παροχολογία, η κυβέρνηση εξακολουθεί να απομυζά την παραγωγική οικονομία για να προσλαμβάνει «ημετέρους» ή να χορηγεί εφάπαξ επιδόματα μήπως αναστρέψει τη δημοσκοπική πτώση της.


Μετά από μία δεκαετία δεινής οικονομικής κρίσης και ύστερα από τον ασύγγνωστο πολιτικό τυχοδιωκτισμό του πρώτου εξαμήνου του 2015, που στοίχισε στη χώρα πάνω από εκατό δισεκατομμύρια ευρώ, ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση όφειλε να έχει συνειδητοποιήσει ότι η χώρα δεν έχει άλλα περιθώρια νοσηρής πελατειακής πολιτικής. Ότι η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατική συναίνεση σε μία οδό θεσμικής ανασυγκρότησης και εξυγίανσης. Ότι η εξαγορά ψήφων με περιττές προσλήψεις προκαλεί οπισθοδρόμηση, που τελικώς θίγει τους πάντες. Ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από μεγαλύτερο, αλλά από καλύτερο κράτος.


Αυτού του είδους η ηθική δημοκρατική προσέγγιση είναι όμως ξένη προς τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό. Η διατήρηση της εξουσίας ισοπεδώνει κάθε διαχειριστική σωφροσύνη, εξαλείφει και τα όποια ελάχιστα ψήγματα πολιτικού ήθους. Θεσμικές ακροβασίες, κίβδηλες υποσχέσεις και λασπολογία εις βάρος κάθε διαφωνούντος συνθέτουν την κυβερνητική φαρέτρα. Την ίδια ώρα ο τόπος ασθμαίνει και αγωνιά. Και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πορεύονται ανεύθυνοι και αδιάφοροι που τα περιθώρια για την ανάκαμψη της χώρας στενεύουν ασφυκτικά…

*Η Ιωάννα Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη είναι Δικηγόρος- τέως Αντιπροέδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών