Έτος 2020, και στη δημόσια σκηνή της Ελλάδας οι ρητορείες ουκ ολίγων στελεχών κομμάτων δείχνουν πως πολιτικά στερεότυπα περασμένων δεκαετιών περί οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, ωσάν ο χρόνος να πάγωσε στο ’80 και το ’90. Σε ό,τι αφορά την εθνική οικονομία, τα πολιτικά κόμματα, πλην ΚΚΕ, θέλουν να ξεχνούν ότι η άνευ αντιρρήσεων κοινή αποδοχή του Μάαστριχτ (1992) από μέρους τους καθόρισε έναν αναγκαστικό οικονομικό μονόδρομο με αυστηρούς όρους, που οδήγησε, λόγω πολιτικής ελαφρότητας και αλόγιστου δανεισμού των ηγεσιών τους, στη χρεοκοπία και στο δράμα των τριών μνημονίων 2010-2015.

Παριστάνουν λοιπόν τώρα όλοι, ως γνωστόν, ότι είναι δυνατόν να γυρίσουν γενικώς τα πράγματα πίσω από το 2009-10, στην προ κρίσεως «κανονικότητα», η οποία βεβαίως υπήρξε μόνον ως κανονικό σύστημα παραγωγής οικονομικών δεινών και πολιτικής άγνοιας των συνεπειών του άκρως απαιτητικού Μάαστριχτ.

Το ίδιο συμβαίνει δυστυχώς και στα πεδία των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Συνομιλούν δημοσίως με το μακρινό παρελθόν οι περισσότεροι πολιτικοί μας, παρότι στο σύνολό του το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας έχει βιώσει δραματικές μεταβολές, ακόμη και ιστορικές ανατροπές απ’ το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 και πέρα. Αλλά οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας, χωρίς να μελετούν όπως θα έπρεπε τον σύγχρονο κόσμο, χωρίς να έχουν οργανώσει νέες πολιτικές με ενισχυμένους διπλωματικούς μηχανισμούς στην περιοχή μας, χωρίς τεχνολογική αναβάθμιση των οπλικών συστημάτων των Ε.Δ. και χωρίς νέες στρατηγικές, ικανές να αντιμετωπίσουν τη νέα διεθνή κατάσταση πραγμάτων, χρησιμοποιούν ορολογίες και επιχειρήματα του παρελθόντος και αναζητούν αγωνιωδώς συμπαράσταση, αλληλεγγύη και δικαίωση των ελληνικών θέσεων από Ευρωπαίους και Αμερικανούς.

Στην πολιτική σκηνή ακόμα δεν έχει εμπεδωθεί η ανάγκη νέων θεωρήσεων για εθνική στρατηγική ισχυρής διακομματικής βάσης, η ανάγκη να τοποθετηθούν οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας απέναντι σε τρίτες χώρες και διεθνείς συμμαχίες όχι με ιδεολογικές ακαμψίες και μνήμες από παλαιότερες «εμπειρίες», αλλά με σκληρή δουλειά και με τον ρεαλισμό που απαιτείται ενώπιον των νέων διεθνών συνθηκών. Και επιπλέον οι απαιτήσεις για ισχυρή διπλωματία και άμυνα μεγεθύνονται διαρκώς εξαιτίας του ότι η χώρα μας έχει απέναντί της μια στρατιωτικά ισχυρή χώρα, την Τουρκία, που ασκεί ευθέως επιθετικές πολιτικές έναντι της Ελλάδας με προθέσεις γεωπολιτικής συρρίκνωσής της, με υπαγωγή της στη νέο-οθωμανική «γαλάζια πατρίδα» ενός φανατισμέ-νου ισλαμιστή Τούρκου δικτάτορα.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στην Αθήνα με πολιτικές δυνάμεις που δεν είναι ακόμα σε θέση να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να συμφωνήσουν στα στοιχειώδη, για ζητήματα ποιότητας σχέσεων με ευρωπαϊκές ηγεσίες, με τις ΗΠΑ και τρίτες χώρες, για θέματα στρατηγικής που συνδέουν το αμυντικό σύστημα ασφαλείας της Δύσης με χώρες της Αν. Μεσογείου και ειδικότερα με το Ισραήλ, καθώς και με αραβικά καθεστώτα, που είναι αντίπαλοι της Τουρκίας και του Κατάρ. Πρόκειται για ένα «πακέτο» που όχι μόνο δεν προσφέρεται για πολιτικές ελαφρότητες και μικροκομματισμούς της Αθήνας, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε στρατιωτικές περιπέτειες και οδυνηρές υποχωρήσεις, αν οι πολιτικές «ελίτ» το διαχειριστούν με λανθασμένο τρόπο.

Είναι απαραίτητο να καθαρίσουν τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα τη σκέψη τους και την πολιτική όρασή τους από πολιτικές νευρώσεις και από σκόνες και εικόνες ενός παρελθόντος που φόρτωσε με προβλήματα την Αθήνα, σε ένα διεθνές σκηνικό που εδώ και χρόνια δεν υφίσταται καν. Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές «ελίτ» διαχειρίστηκαν το ζήτημα της πρόσφατης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον, αλλά και την υπόθεση της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη κατέδειξε, δυστυχώς, τον πολιτικό πρωτογονισμό που ακόμη και σήμερα διαπερνά τις τάξεις τους.

Οι μεταξύ τους «επικοινωνιακές» αντιμαχίες, οι «αναλύσεις» και τα παιδαριώδη «συμπεράσματά» τους πρόσθεσαν το τελευταίο δεκαήμερο νέα προβλήματα στις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της χώρας μας.