Δεν χρειάζεται να μιλήσουν τα πολιτικά «μαντεία» για να προβλέψει κανείς ότι οι επόμενοι μήνες, ο νέος χρόνος, θα είναι δραματικά δύσκολοι από πολλές απόψεις για την Ελλάδα. Η συσσώρευση προβλημάτων στην Ευρώπη και στον κόσμο είναι τέτοια, ώστε το ελληνικό μέγεθος στη διεθνή σκηνή να συναντά τεράστιες δυσκολίες προκειμένου να αντιμετωπίσει τους θυελλώδεις ανέμους που σαρώνουν την Ε.Ε. από τον πόλεμο Ουκρανίας - Ρωσίας. Και μόνο το εφιαλτικών διαστάσεων ενεργειακό πρόβλημα είναι αρκετό για να τρομάζει πολιτικούς και πολίτες, και μια ολόκληρη κοινωνία, έτσι κι αλλιώς, φορτωμένη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

Ουσιαστικά, η Ελλάδα είναι ήδη σε κατάσταση «συναγερμού» προκειμένου να κρατήσει όρθια την εθνική οικονομία και να μειώσει, κατά το δυνατόν, τους πόνους που προκαλούν σε εκατομμύρια πολίτες οι καταιγιστικές εξελίξεις του ουκρανικού ζητήματος. Δύσκολα πράγματα κάτω από σκοτεινό ουρανό. Θα μπορούσαν, παρά ταύτα, να φανούν φώτα αισιοδοξίας στον ορίζοντα, αν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου έδειχναν τη διάθεση να σταθούν ψύχραιμες και με θετική στάση στην προοπτική μιας στοιχειώδους συνεννόησης κυβέρνησης - αντιπολίτευσης στη βάση ορισμένων παραδοχών για επιλογές επείγουσας ανάγκης. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντίθετα, η υπόθεση των υποκλοπών με τη γνωστή «αστοχία» της ΕΥΠ έχει ήδη δημιουργήσει κλίμα οξείας αντιπαλότητας κυβέρνησης - αντιπολίτευσης «εφ’ όλης της ύλης».

Το χειρότερο είναι ότι όλα δείχνουν πως η χώρα θα βαδίσει πλέον προς το οδυνηρό 2023 με αυτό το δεδομένο. Και εύκολα φαντάζεται κανείς τι μπορεί να σημαίνει και να κοστίζει αυτό για την Ελλάδα. Σε ένα τέτοιο αγχώδες πολιτικό περιβάλλον στο εσωτερικό μέτωπο, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο την αναθεωρητική πολιτική του τουρκικού ισλαμισμού, αλλά και σειρά υποθέσεων οι οποίες αφορούν την εθνική ασφάλεια της χώρας και συνδέονται με σημαντικές διεθνείς γεωπολιτικές μεταβολές. Ανά πάσα στιγμή, η Αθήνα μπορεί να χρειασθεί να πάρει αποφάσεις σε υποθέσεις που αφορούν εξελίξεις και μεταβολές ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στον τομέα αυτόν τα πράγματα είναι «ιδιαίτερα» στο εσωτερικό μέτωπο και το «κλίμα» διαφορετικό: αποφεύγονται επιμελώς οι «συμπλοκές» και οι «λεπτομέρειες» των υποθέσεων, καθώς υποτίθεται ότι, σε γενικές γραμμές, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει σήμερα διαφωνίες με την ασκούμενη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και μόνο «για τα μάτια» ασκεί κάποιες κριτικές για το οικονομικό κόστος των εξοπλισμών. Είναι φανερό ότι στον τομέα αυτόν δεν παρέχεται στα κόμματα περιθώριο για «καυγάδες».

Η μεν κυβέρνηση θεωρεί ότι οι βάσεις της πολιτικής της και η άμυνά της εξαρτώνται ευθέως από τη στρατιωτική - στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ και τις αντιρωσικές κινήσεις του ΝΑΤΟ και ασκεί διεθνώς «ανάλογες» πολιτικές, η δε αξιωματική αντιπολίτευση δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να διαφωνήσει δημοσίως με αυτά. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε στην παρούσα φάση να χαρακτηριστεί θετικά. Από την άλλη πλευρά, αυτή η «ηρεμία» έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον: δείχνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι το πολιτικό προσωπικό εξουσίας δεν παράγει προβληματισμούς εθνικής στρατηγικής και «κατευθύνει» την εξωτερική πολιτική της χώρας στις «γραμμές» των Συμμάχων. Αυτό μπορεί να καλύπτει εθνικά συμφέροντα και την άμυνα της χώρας στη στρατηγική γραμμή Αλεξανδρούπολης – Σούδας.

Ομως, στο κεφάλαιο «Ανατολική Μεσόγειος - Κύπρος» δεν υπάρχουν βεβαιότητες και σταθερές «γραμμές», αλλά πολύτιμες συμμαχίες της Ελλάδας, με την Τουρκία να ζητεί επίμονα δικές της ενεργειακές κατανομές. Εδώ χρειάζεται η ανάπτυξη εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας και «κέντημα» διεθνών σχέσεων. Κι αν τα πράγματα οδηγήσουν στην ανάγκη σοβαρών κυβερνητικών αποφάσεων, η αντιπολίτευση δεν θα μπορεί να μείνει ανέκφραστη και «αμέτοχη» των εξελίξεων, για να ζητήσει «ρέστα» κατόπιν εορτής. Συμπέρασμα: Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να τα πάρουν οι άνεμοι των εσωτερικών-εκλογικών εξελίξεων προσεχώς. Πρέπει τώρα, αμέσως, να πάρουν καθαρή θέση όλα τα κόμματα εξουσίας σχετικά με τους βασικούς άξονες της αναγκαίας εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας.