Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος του κυβερνητικού έργου από την αντιπολίτευση, όσο αυστηρά και επιθετικά κι αν ασκείται, είναι δικαίωμα και υποχρέωση της, κατά τα οριζόμενα για το πολίτευμα από το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η πλειοψηφία κυβερνά, η μειοψηφία ελέγχει. Όμως, στη Βουλή παράγεται πρώτιστα νομοθετικό έργο. Και αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά εκεί παράγεται πολιτική από κυβέρνηση και κόμματα, αφού τα νομοθετήματα της κυβέρνησης και οι προτάσεις της αντιπολίτευσης βασίζονται σε πολιτική μελέτη και διατύπωση θέσεων που παρουσιάζονται και ψηφίζονται στην εθνική αντιπροσωπία. Στη σημερινή φάση εξελίξεων στην εσωτερική πολιτική σκηνή, έναν χρόνο μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019, και με τα τραύματα των «μνημονίων» ακόμη ανοικτά, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νομοθετεί συγκεκριμένες επιλογές της στη βάση φιλελεύθερων οικονομικών και κοινωνικών αντιλήψεών της. Ασχέτως του αν οι επιλογές της κρίνονται ως λανθασμένες από κόμματα της μειοψηφίας, σημασία έχει ότι η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη κινείται με σειρά αποφάσεων και μεταρρυθμίσεων, οι οποίες βρίσκονται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης «κεντροδεξιάς» πολιτικής. Αυτής της πολιτικής που ασκείται και από συντηρητικές κυβερνήσεις χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην εξασθενημένη Σοσιαλδημοκρατία και τα επιθετικά πολιτικά κόμματα των δεξιών και αριστερών άκρων.

Η πολιτική της Ν.Δ. δεν έχει, λοιπόν, «μυστικά». Καθαρές είναι οι προθέσεις της. Και η αξιωματική όσο και η ελάσσων αντιπολίτευση έχουν κάθε δυνατότητα να αντιπαραβάλλουν στην κυβέρνηση τις δικές τους, διαφορετικές ή και απολύτως αντίθετες πολιτικές απόψεις. Για την ώρα, αυτό δεν συμβαίνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ. ασκούν αυστηρό έλεγχο στην κυβέρνηση και συχνά κατακεραυνώνουν θορυβωδώς κάποιες αποφάσεις της, αλλά εναλλακτική πολιτική από τις τάξεις τους δεν παράγεται. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας και η κυρία Φώφη Γεννηματά, αμφότεροι «κεντροαριστεροί» πλέον, δεν έχουν να προτείνουν στην ελληνική κοινωνία για τη διακυβέρνηση της χώρας σε κοστολογημένο πολιτικό επίπεδο τίποτε το ορατώς διαφορετικό από αυτό που ακολουθεί σήμερα η κεντροδεξιά κυβέρνηση εφόσον θωρηθεί, βεβαίως, ότι ο κεντρικός στόχος όλων των δημοκρατικών κομμάτων σήμερα είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Έχει ήδη κάποια ηλικία, είναι η αλήθεια, το έλλειμμα πολιτικής στα κόμματα αυτά. Γι’ αυτό, άλλωστε, και πριν από έναν χρόνο πέτυχε καθαρή εκλογική νίκη η συντηρητική Νέα Δημοκρατία, που εμφάνισε στο κοινό ένα «ανανεωμένο» μετακαραμανλικό φιλελεύθερο πρόσωπο με τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά, χωρίς ψευδαισθήσεις για εύκολες «φιλολαϊκές» λύσεις.

Το χειρότερο, όμως, σήμερα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ., οι δύο διεκδικητές της «γνήσιας» Κεντροαριστεράς, επιδίδονται σε σκληρούς εσωκομματικούς αγώνες, μεταξύ προσώπων και ομάδων, όχι λόγω σοβαρών πολιτικών προβληματισμών, αλλά για λόγους ανακατανομής ρόλων στο εσωτερικό τους και για πολιτικά αόριστους «προσανατολισμούς» αριστερής θερμομέτρησης. Το θέαμα και ακρόαμα αυτής της ανισόρροπα δικέφαλης «Κεντροαριστεράς» είναι τουλάχιστον μελαγχολικό. Και είναι απορίας άξιο το πόσο πολύ αδυνατούν οι «αστέρες» της να αντιληφθούν ότι στην πάσχουσα ελληνική κοινωνία, που περιμένει έναν «άγριο» οικονομικό χειμώνα, οι αγώνες και οι αγωνίες του κ. Τσίπρα και της κυρίας Γεννηματά κανέναν δεν ενδιαφέρουν. Το πράγμα οδηγείται, μάλιστα, και σε γελοιότητες, με τον φανερά «ντεφορμέ» πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να θορυβεί μη ακουόμενος και να αναζητά από το πτωχό, συρρικνωμένο ΚΙΝ.ΑΛ. νέους «παπανδρεϊκούς» συμμάχους και στο κόμμα της κ. Γεννηματά (όπου κάποιοι «βετεράνοι», όπως ο κ. Κ. Σκανδαλίδης, ονειρεύονται ένα «νέο πλειοψηφικό ρεύμα») να ξεπροβάλλει αναστημένος αναιδώς μέσα απ’ τα ερείπια του ΠΑΣΟΚ ο απίθανος «μηδέν εις το πηλίκο» Γ. Α. Παπανδρέου, ως... «αριστερόστροφη τάση». Στον βρόντο μιλούν κάποιοι, όπως ο συνετός κ. Δ. Ρέππας, για την άμεση «ανάγκη ανάδειξης πειστικής εναλλακτικής λύσης έναντι της κυβέρνησης της Ν.Δ.», το ίδιο και πολιτικοί αναλυτές, συστηματικά ασχολούμενοι με την υπόθεση της «Κεντροαριστεράς». Την ίδια ώρα, εντός του ΣΥΡΙΖΑ, πλανάται το τρομερό ερώτημα: Πολύ ή λίγο «αριστεροί» προσεχώς; Σε αυτό το σκηνικό, δεν έχει, λοιπόν, κανένα δικαίωμα, ειδικά ο κ. Τσίπρας, να παραπονείται επειδή ο κ. Μητσοτάκης κάνει «τα δικά του».