Ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίζονται με το δημόσιο λόγο τους στην εσωτερική σκηνή η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση τις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας είναι απολύτως λανθασμένος και ζημιώνει την ελληνική διπλωματία.

Η παρούσα «διαχείριση» πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο, πριν συσσωρεύσει κι’ άλλες ζημίες, γιατί οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι για την Ελλάδα και χρόνος για «μονομαχίες» και πολιτικές ανοησίες δεν υπάρχει. Ποτέ δεν πήγαιναν καλά βεβαίως τα πράγματα σ’ αυτόν τον τομέα, μετά το 1974.

Οι εκάστοτε κυβερνώντες συχνά «μιλούσαν» πολύ ή έκρυβαν λόγια, όταν δεν έπρεπε, το ίδιο και η αντιπολίτευση, ενώ δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί που έλεγαν δημοσίως ο καθένας «το μακρύ του και το κοντό μου», πρωτίστως στα μέσα ενημέρωσης, όταν προβλήματα οξύνονταν στα Βαλκάνια, στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Ανατ. Μεσόγειο, στην Κύπρο.

Εφέτος, όμως, έτος 2020, η υπόθεση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας έχει οδηγηθεί με πρωταγωνιστή έναν επιθετικό ισλαμιστή Τούρκο πρόεδρο σε ένα επίπεδο πρωτοφανούς εντάσεως και με πολεμικά χρώματα. Ο νέο-οθωμανός ,πολιτικός αρχηγός των Αδελφών Μουσουλμάνων ενεργεί τούτη την ώρα σπασμωδικά και οι άνεμοι του πολέμου που πνέουν στη Μεσόγειο έχουν προκαλέσει αναταράξεις σε μια σειρά χώρες της Μ. Ανατολής, στην ευρωπαϊκή σκηνή ,στο ΝΑΤΟ και στα πεδία της αμερικανικής διπλωματίας. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν να παίζουν «μπάλα» με τη μείζονα αυτή υπόθεση στην εσωτερική σκηνή οι ημέτερες πολιτικές «ελίτ» κινούμενες μεταξύ μίας δραστήριας, εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής - κάποτε και μίας αδέξιας, πράγματι, «μυστικής διπλωματίας» - και του ευτελισμού της με επιπόλαιες κριτικές, με εύκολα λόγια, ανόητες προχειρολογίες και δημόσιους καβγάδες για το έγινε τι δεν έγινε, τι πρέπει να γίνει και πότε να γίνει.

Δεν είναι δυνατόν, κάθε τόσο να αμφισβητούνται ή και να απαξιώνονται δημοσίως από πολιτικά πρόσωπα και κόμματα σοβαρές αποφάσεις και κινήσεις της εξωτερικής πολιτικής, που ασκείται σήμερα από την Αθήνα στη διεθνή σκηνή προκειμένου να αποκρουστούν οι παρανομίες και οι τυχοδιωκτικές πολιτικές της Τουρκίας. Και είναι απαράδεκτο όσο και οδυνηρό να αμφισβητείται δημοσίως σήμερα από την αξιωματική αντιπολίτευση ακόμα και η κυβερνητική πολιτική για την περαιτέρω ενίσχυση της Αμυνας με νέες παραγγελίες για εξελιγμένα πολεμικά πλοία και αεροσκάφη. Είναι στ’ αλήθεια ντροπή να συμβαίνει αυτό σήμερα στην πολιτική σκηνή.

Τίποτε απολύτως δεν εμποδίζει -ούτε και εμπόδισε ποτέ - την κυβέρνηση και τις ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης να διατηρούν ανοικτές γραμμές για διαρκή «ιδιαίτερη» ενημέρωση σχετικά με εξελίξεις σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την διπλωματία και την Αμυνα της χώρας. Αν κάτι, πάντως, τις εμποδίζει, ας τολμήσουν να το εξηγήσουν στους Ελληνες πολίτες. Για να τελειώσουν οι θλιβεροί καβγάδες και μαζί τα πολλά και εύκολα λόγια για «συναίνεση» και «εθνική γραμμή».

Καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουν , το ταχύτερο, άπαντες οι πολιτικοί μας, πως οτιδήποτε συμβαίνει και λέγεται στην ελληνική σκηνή, ιδιαίτερα σήμερα, καταγράφεται λεπτομερώς και «αναλύεται»-και αναλόγως «αξιοποιείται» - όχι μόνο από την δραστήρια Αγκυρα , αλλά και από τις κυβερνήσεις και τις Υπηρεσίες Πληροφοριών όλων των χωρών που εκδηλώνουν «ενδιαφέρον» για τις εξελίξεις στην περιοχή μας. Ας καταλάβουν δε, οι εγχώριες πολιτικές «ελίτ», ότι σήμερα ένα σοβαρό ποσοστό αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση διεθνών σχέσεων και κινήσεων εξωτερικής πολιτικής, έχει να κάνει με την ποιότητα του «υλικού» που συγκεντρώνουν οι πιο καλά οργανωμένες Υπηρεσίες Πληροφοριών στον σύγχρονο κόσμο.