Ο χρόνος είναι συστατικό στοιχείο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Ισχύει πάντοτε αυτό που τον 17ο αιώνα έγραφε ο Μπαλτασάρ Γκραθιάν (1601- 1658) για τον ιστορικό χρόνο στο βιβλίο του «Ο αυλικός» («L’ homme de cour»): «Κάθε πράξη, κάθε λόγος πρέπει να έρχεται στην ώρα του. Δεν αρκεί να θέλεις κάτι, πρέπει και να μπορείς να το φτάσεις, γιατί ούτε η εποχή ούτε ο καιρός δεν περιμένουν κανέναν».

Δεν ωφελεί, λοιπόν, σε τίποτε να αφαιρείται από την ασκούμενη εξωτερική πολιτική της χώρας μας μια δυσάρεστη παραδοχή, η οποία βρίσκεται στο κέντρο των δυσκολιών που αντιμετωπίζει και σήμερα η Αθήνα στα πεδία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων: Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν με την απαιτούμενη ταχύτητα και να ερμηνεύσουν σωστά τις πολιτικές που ανέπτυσσε σταδιακά η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα και σε συνδυασμό με άλλες στρατηγικές κινήσεις της στην περιοχή μας, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90.

Η αργοπορία αυτή στέρησε από την Ελλάδα τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης γεωστρατηγικής άποψης, στοίχισε καταγεγραμμένες ήδη διπλωματικές απώλειες, προκάλεσε καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Αποτέλεσμα αυτών είναι να κρατάει η Ελλάδα επί τρεις δεκαετίες συνεχώς τις δυνάμεις της σε αμυντική διάταξη έναντι της Τουρκίας και να αγωνίζεται να αποσπάσει τη στήριξη Ευρωπαίων εταίρων και συμμάχων για την απόκρουση των ακραία επιθετικών ενεργειών της γείτονος.

Ομως, η μεγάλη καθυστέρηση της πολιτικής και αμυντικής οργάνωσης της χώρας απέναντι στα αναπτύγματα της τουρκικής πολιτικής συνεχίζει να παράγει και σήμερα δυσκολίες στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας. Διότι η Αγκυρα κινήθηκε μεθοδικά στις γραμμές μιας στρατηγικής που είχε στόχο την πίεση της Ελλάδας και του Ελληνισμού, ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’50 έως τις ημέρες του Ερντογάν, με αξιοποίηση κάθε προσφερόμενης στην Τουρκία δυνατότητας στο μεταπολεμικό σκηνικό «ασφαλείας» της Δύσης.

Μέσα σε λίγα χρόνια και αφού «καθάρισαν» με χιτλερικές μεθόδους την ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης το 1955, οι τουρκικές ηγεσίες πέτυχαν να οδηγήσουν την Αθήνα το 1967 σε απόσυρση της στρατιωτικής δύναμης που διατηρούσε στην Κύπρο, κατέλαβαν στρατιωτικά τον Βορρά της νήσου το 1974, έβαλαν τις βάσεις για τη διεκδίκηση του μισού Αιγαίου από την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια ξεκίνησαν να διαμορφώνουν μια πολιτική για «δικαίωμα ενδιαφέροντος» της Τουρκίας στην ελληνική Θράκη. Στη δεκαετία του ’80 οι βάσεις του σκηνικού των τουρκικών πιέσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας είχαν πλέον καλά στηθεί. Και την επόμενη δεκαετία, με επίσημα διατυπωμένη «απειλή πολέμου» και ξεδιπλωμένη την πολιτική των «γκρίζων ζωνών», χωρίς δυσμενείς γι’ αυτήν επιπτώσεις (αντιθέτως, η Τουρκία εξασφάλισε το 1998-1999 καθεστώς υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε.Ε.), η Αγκυρα είχε πλέον φέρει την Ελλάδα σε θέση σοβαρής αδυναμίας. Ομως, η ελληνική ηγεσία και όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος κοιμούνταν τον ύπνο τον καλό. Και στη συνέχεια η Τουρκία «πάτησε γκάζι».

Τη σκυτάλη πήρε ο φιλόδοξος και υπερεξοπλισμένος ισλαμιστής Ερντογάν, ασκώντας μια πολεμοχαρή πολιτική «γαλάζιας πατρίδας» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις σε διαρκή ετοιμότητα. Και ανάγκασε για ακόμα μία φορά την Αθήνα να τρέχει πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες και να ζητά τώρα τη στήριξη της Ε.Ε. Μοναδικό φωτεινό σημείο της ελληνικής πολιτικής είναι η ανάπτυξη συμμαχιών της στην Αν. Μεσόγειο με Ισραήλ, Αίγυπτο και αραβικές χώρες.

Ομως, η βραδυπορία των περασμένων δεκαετιών απέναντι σε μια δυναμική Τουρκία, που αξιοποιεί, έστω και με «ρίσκα», τα γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα, δυσκολεύει και σήμερα τις κινήσεις της Αθήνας στους χώρους όπου είναι οι οργανικά «φυσικοί» σύμμαχοί της, δηλαδή στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ.

Με σοβαρές εξελίξεις ante portas στην περιοχή μας, ας μην περιμένουμε διπλωματικές «νίκες» στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., στις 10 του μήνα. Η Τουρκία έχει προβλήματα, αλλά διατηρεί ισχυρά «επιχειρήματα» όταν συζητεί με τη Γερμανία και άλλους Ευρωπαίους επενδυτές κεφαλαίων στη χώρα.