H Αθήνα έχει προ πολλού «γευθεί» τι σημαίνει για τις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας η σύμπλευση του Βερολίνου με το καθεστώς Ερντογάν. Στη βάση της γερμανικής πολιτικής, που ζημιώνει την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, βρίσκονται οι πολλές γερμανικές μπίζνες στην Τουρκία. Και αυτή η γερμανο-τουρκική φιλία διευκολύνει αναμφισβήτητα τα στρατηγικά σχέδια της «ευρωπαϊκής» πολιτικής της Αγκυρας.

Με μοχλό την πολιτική Μέρκελ, ο Ερντογάν διατηρεί σήμερα ένα επίπεδο σχέσεων με την Ε.Ε. και προσβλέπει σε μια επιτυχή για τα τουρκικά συμφέροντα «ειδική σχέση» Ε.Ε. - Τουρκίας. Όμως, οι πολύ καλές σχέσεις του Βερολίνου με τον ισλαμιστή Τούρκο πρόεδρο προβλέπεται ότι σύντομα θα εγείρουν ζητήματα, που κατά πολύ θα ξεπερνούν τα περί των γερμανικών εξαγωγών προς τη χώρα του Ερντογάν.

Το Βερολίνο, συμπλέοντας ανενδοίαστα με τον ηγέτη των «τρελών Τούρκων» (στους οποίους ο ίδιος αναφέρθηκε απειλητικά σε ένα πρόσφατο ρητορικό του παραλήρημα), δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην κοινοτική Ευρώπη: Εργάζεται για να φέρει όσο γίνεται πιο κοντά στην Ε.Ε. έναν αυταρχικό ισλαμιστή ηγέτη, ο οποίος έχει αποδεδειγμένα καταπατήσει βάναυσα τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα στη χώρα του, συχνά εκτρέπεται σε ρητορικές χυδαιότητες, ασπάζεται το ακραίο πολιτικό Ισλάμ και -κυρίως- απεχθάνεται τη χριστιανική Ευρώπη, τις αρχές και τις αξίες της και συνολικά αμφισβητεί τον πολιτικό πολιτισμό της Δύσης.

Αυτά τα επιχειρεί η γερμανική ηγεσία όχι ως εντολοδόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αποκλειστικά για λογαριασμό του Βερολίνου, που επί των ημερών της κυρίας Μέρκελ απέκτησε φιλοδοξίες ανάδειξης της Γερμανίας σε μεγάλο στρατηγικό παίκτη, ισοδύναμο με τους «Μεγάλους». Το Βερολίνο «ανοίγεται», λοιπόν, τώρα μέσω Τουρκίας ανατολικά και «παίζει» με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.

Η συμπάθεια της Γερμανίας προς την Τουρκία έχει βεβαίως ιστορικό βάθος, από τα χρόνια των καλών σχέσεων του Γερμανού Κάιζερ Γουλιέλμου και του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ στα τέλη του 19ου αιώνα, της στρατιωτικής συνεργασίας Γερμανίας-Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της συμπάθειας της «ουδέτερης» Αγκυρας για τους ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε πολλά σημεία αντέγραψαν μάλιστα οι μεν τους δε, όπως π.χ. σε επιχειρήσεις μεγάλων «εκκαθαρίσεων». Το ερώτημα είναι, όμως, τι πρόκειται να κάνει η Ευρώπη με αυτή τη Γερμανία, που επί της ουσίας πολιτεύεται αντιευρωπαϊκά και ενθαρρύνει τον πολεμοχαρή ισλαμιστή αρχηγό των «τρελών Τούρκων» να επιβάλλει με το «έτσι θέλω» στη Γηραιά Ηπειρο την παρουσία του και μάλιστα να συνδεθεί με την Ε.Ε., με τις υπογραφές των «27», μέσω συμφωνίας «ειδικής σχέσης» μαζί τους. Στη σημερινή φάση εξελίξεων, η Γερμανία προφανώς εκτιμά ότι η απουσία κοινής πολιτικής οντότητας της Ε.Ε. δίνει καλές ευκαιρίες στο Βερολίνο να κινείται σε δικές του «ελεύθερες τροχιές» στην Ευρώπη, μέσα στο ΝΑΤΟ, απέναντι στη Μόσχα και να αναπτύσσει ειδικές σχέσεις με τον τουρκικό ισλαμισμό του Ερντογάν. Και φαίνεται μάλλον να υποτιμά τη δύναμη της Ουάσινγκτον. Ο μακαρίτης πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, ο τελευταίος μεγάλος Ευρωπαίος ηγέτης, γνώριζε καλά τα «κουσούρια» της χώρας του και τη «ροπή της προς τη σαγήνη της ισχύος», όπως έγραφε το 2013. Επίσης υποστήριζε ότι «στο προβλέψιμο μέλλον η Γερμανία δεν θα γίνει μια κανονική χώρα».

Ο Χέλμουτ Σμιτ στοχαζόταν για το μέλλον της Γερμανίας εκφράζοντας απαισιοδοξία για τις πολιτικές συμπεριφορές που θα ανέπτυσσε στην Ευρώπη, με κίνδυνο να βρεθεί τελικά σε «απομόνωση» και πιεσμένη μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.

Και αυτά τα έγραφε ο πολύπειρος πολιτικός χωρίς ακόμα να έχει μπει σε περίοδο ανθοφορίας ο «έρωτας» της γερμανικής καγκελαρίας με την ισλαμική Τουρκία, την τόσο εχθρική προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.