Οι δύο τελευταίες Σύνοδοι Κορυφής της Ε.Ε. κατέδειξαν τα όρια της πολιτικής «παρέμβασης» της Ενωσης των «27» στην υπόθεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της Κύπρου. Ηρθε, πλέον, το τέλος των ψευδαισθήσεων που διατηρούσαν έως και την περασμένη εβδομάδα οι «ευρωπαϊστές» των Αθηνών για τα πολιτικά κέρδη που θα αποκόμιζε η ελληνική κυβέρνηση στην Ε.Ε., αν έδειχνε εμπιστοσύνη στη δύναμη των Αρχών και των θεσμικών δυνατοτήτων της Ευρώπης απέναντι στον επιθετικό ισλαμιστή Ερντογάν.

Έχοντας για πολλά χρόνια μια στρεβλή αντίληψη των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ελληνικού προβλήματος, που διαρκώς μεγεθύνεται εξαιτίας της αυξανόμενης τουρκικής «επέκτασης», οι κύκλοι αυτοί προσπαθούν σήμερα να εκβιάσουν μια δικαίωση της πολιτικής του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, που τον οδήγησε το 1997 τρομαγμένο στη Μαδρίτη, μαλθακό στο Κάρντιφ το 1998 και πολύ ευχαριστημένο στο Ελσίνκι το 1999, με αποδοχή «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων» με την Τουρκία. Η πολιτική εκείνη, την οποία άσκησαν οι «ευρωπαϊστές», άφηνε έξω από τη συλλογιστική τους το βασικό: ότι η Τουρκία ξεδίπλωνε πλέον στη δεκαετία του ’90 μια μείζονα εθνική στρατηγική της, που στόχο είχε να περιορίσει δραστικά τη γεωπολιτική δύναμη της Ελλάδας στην περιοχή. Τα «Ιμια» και η αμέσως επόμενη κίνηση της Αγκυρας περί «γκρίζων ζωνών» αποτελούσαν ουσιαστικά το ξεκίνημα της στρατηγικής φάσης που πήρε αργότερα την ονομασία «Γαλάζια πατρίδα». Στη γραμμή αυτή, οι τουρκικές κυβερνήσεις διαπίστωσαν τότε ότι η «μαζεμένη» στάση της Αθήνας και τα αφελή, έως και πολιτικώς παιδαριώδη, «ανοίγματα» των Κ. Σημίτη - Γ.Α. Παπανδρέου άφηναν στην Αγκυρα μεγάλο περιθώριο να πιέζει στρατιωτικά κατά βούληση την Ελλάδα, διατηρώντας ταυτοχρόνως με ελληνική υπογραφή τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» της. Ετσι, το «χαρτί» της Ευρώπης έγινε για τους Ελληνες «ευρωπαϊστές» άχρηστο, αφού η Αθήνα δεν αντέταξε στην Τουρκία καμία στρατηγική «απάντηση» και ούτε ποτέ έθεσε επιτακτικά στην Ευρώπη ζήτημα εθνικής ασφάλειας της χώρας, απειλούμενης από την «υπό ένταξη» Τουρκία.

Θέλουν να ξεχνούν οι ερασιτέχνες διπλωμάτες του ’90 ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να περιμένει από την Ε.Ε. για τη στρατιωτική υπεράσπιση των εδαφών και των θαλασσών της

Προκαλεί αρχικά θυμό, που όμως τελικά εξαερώνεται σε θυμηδία, το ότι προ ημερών «σημιτικοί ευρωπαϊστές» διατύπωσαν στον Τύπο τα παράπονά τους επειδή, είπαν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «δεν πήρε κάτι περισσότερο» από την τελευταία Σύνοδο της Ε.Ε., όπως, για παράδειγμα, την κατάργηση του casus belli, την ελληνική κυριαρχία στις «γκρίζες ζώνες» ή μια ρητή πρόσκληση στην Τουρκία να αναγνωρίσει το Δίκαιο της Θάλασσας! Οι φίλοι του κ. Κ. Σημίτη ζήτησαν, δηλαδή, από τη σημερινή κυβέρνηση με αξιοθαύμαστη υποκρισία να κάνει αυτό που οι ίδιοι εντελώς εξαφάνισαν όταν «κατάπιναν» το casus belli και τις «γκρίζες ζώνες» σε τρεις πόλεις, σε Μαδρίτη, Κάρντιφ και Ελσίνκι.

Είναι ο κύκλος που έκανε τελευταίως στην κυβέρνηση Μητσοτάκη την «παρατήρηση» ότι δεν κουρνιάζει με εμπιστοσύνη στη στοργική, ξανθιά αγκαλιά της Ε.Ε., αλλά εμβαθύνει συμμαχίες της Ελλάδας μακριά της, στη μελαχρινή Ανατολική Μεσόγειο, σε «λάθος πλευρά της γεωγραφίας».

Οι «σημιτικοί ευρωπαϊστές», με εκλεκτό αρθρογράφο τους τον καθηγητή Π. Ιωακειμίδη, αναγνωρίζουν (πλέον) ότι «η Τουρκία είναι το μείζον πρόβλημα ασφαλείας για την Ελλάδα», αλλά αναφέρουν και ότι η Αθήνα θα έπρεπε πρώτιστα να εργάζεται «για την αποφασιστική επέκταση του στρατιωτικού και πολιτικού ρόλου της Ε.Ε. στην περιοχή»! Αιώνιοι θαυμαστές της γερμανικής καλλονής, ρητορεύουν με πείσμα από το πάλκο των συνταξιούχων «ευρωπαϊστών» του κ. Κ. Σημίτη για έναν «ρόλο» της Ε.Ε. που δεν υφίσταται παρά μόνον ως φιλόδοξη φαντασίωση του Βερολίνου. Θέλουν να ξεχνούν οι ερασιτέχνες διπλωμάτες του ’90 ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να περιμένει από την Ε.Ε. για τη στρατιωτική υπεράσπιση των εδαφών και των θαλασσών της. Είναι προφανές ότι οι εν Αθήναις παλιόφιλοι του Βερολίνου στενοχωρούνται επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραμένει αδιαμφισβήτητα πιστή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά για τα θέματα άμυνας και εθνικής ασφάλειας κινείται «αμερικανικά», «μεσανατολικά» και «γαλλικά».