Η στρατηγική της Αθήνας στη Μεσόγειο είναι ασύνδετη με τη «γερμανική» Ε.Ε.
Ασκείται στην πολιτική σκηνή από ορισμένους κύκλους μια κριτική στην ελληνική διπλωματία του 2020-2021 για τα πολλά «ανοίγματά» της στη Ανατολική Μεσόγειο και με στρατιωτικές συμμαχίες μακριά από την Ευρώπη, οι οποίες ενέχουν κινδύνους και περιπλοκές σε μια «καυτή» και μεταβαλλόμενη περιοχή. Και είναι αλήθεια ότι οι προωθημένες συμμαχίες της Αθήνας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία αποτελούν κινήσεις τολμηρές και ασυνήθιστες για μια εξωτερική πολιτική που ήταν εσωστρεφής επί δεκαετίες, μέσα στη σίγουρη και θερμή αγκαλιά της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Ομως, οι εξελίξεις που δρομολόγησε στην περιοχή μας η ξέφρενη επεκτατική πολιτική της Τουρκίας του Ερντογάν, με διαρκή στρατιωτική απειλή σε βάρος της Ελλάδας, με αυθαιρεσίες και πρωτοφανείς προκλήσεις και πολιτικούς τραμπουκισμούς, οδήγησε τις υποθέσεις της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας της χώρας μας σε άλλα, ανοικτά πεδία προς ανατολάς. Η διεθνώς παράνομη «γαλάζια πατρίδα» του Ερντογάν έφερε την Ελλάδα στην ανάγκη να οργανώσει τις πολιτικές της, εκεί όπου η Τουρκία επιχείρησε να συρρικνώσει τη γεωστρατηγική παρουσία της χώρας μας, πέρα και απ’ το Αιγαίο, στις θάλασσες της Μεσογείου έως και έξω απ’ τα χωρικά ύδατα της Κρήτης!
Η Ελλάδα στο πολιτικό-διπλωματικό σκέλος κινήθηκε και κινείται στον ευρωπαϊκό χώρο συντεταγμένα με γραμμές που εντάσσονται στους κανόνες του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ομως, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, η Ελλάδα, υπό τη διαρκώς αυξανόμενη στρατιωτική πίεση του ισλαμιστή Ερντογάν και με διαπιστωμένη τη φιλοτουρκική πολιτική της Γερμανίας, αποφάσισε να γίνει μέρος της «μεγάλης εικόνας» στην Ανατολική Μεσόγειο, με συμμαχίες στη Μέση Ανατολή, σε ένα μπλοκ που είναι «απέναντι» στην Τουρκία και συνδέεται με στρατηγικές αντιλήψεις των ΗΠΑ σε αυτή την περιοχή. Η επιλογή αυτή πήρε ένα πρώτο σχήμα προ 20ετίας και σταδιακά απέκτησε σημαντικές διαστάσεις πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των αυξημένων επιθετικών κινήσεων της Αγκυρας. Ολες, ανεξαιρέτως, οι ελληνικές κυβερνήσεις διατήρησαν από το 2010 ανοικτή τη γραμμή αυτής της πολιτικής, που πήρε ευρείες διαστάσεις το 2020-2021, όταν η Τουρκία «αφηνίασε» στις θάλασσες της φανταστικής «γαλάζιας πατρίδας» της.
Δεν πρωτοτυπεί, συνεπώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενισχύοντας τις συμμαχίες της στην Ανατολική Μεσόγειο, πόσω μάλλον που οι δύο τελευταίες Σύνοδοι Κορυφής της Ε.Ε. κατέδειξαν την αδυναμία της Ενωσης να σταθεί με ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις «απέναντι» στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι θεωρεί διεθνώς παράνομες τις πολιτικές του Ερντογάν. Είναι πλέον σαφές αυτό που αδυνατούν να αποδεχθούν οι πολιτικά ακυρωμένοι, πλην πάντοτε λαλίστατοι, Αθηναίοι «ευρωπαϊστές»: ότι, δηλαδή, η Ελλάδα μπορεί να είναι συνεπής εταίρος της Ε.Ε. και πιστός Σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, αλλά και στρατιωτικός σύμμαχος με κάθε τρίτη χώρα, όταν αυτό ενισχύει το μέτωπο της εθνικής ασφάλειάς της.
Η ιδεοληπτική «ορθότητα» που επιτάσσει την κίνηση της Ελλάδας οπωσδήποτε και αποκλειστικά μέσα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έφερε ζημιογόνες υποχωρήσεις και μόνον ενθάρρυνε την Τουρκία να δοκιμάζει τις αντοχές της Ελλάδας με αυξανόμενη επιθετικότητα και ακραίες προκλήσεις και προσβολές. Ηρθε, έτσι, στην Αθήνα η ώρα της έντονης εξωστρέφειας του 2020-2021 και η ανάγκη για «καθαρές κουβέντες» από τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Νίκο Δένδια, προ ημερών, στην Αγκυρα. Εχει, δε, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι σήμερα, σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα ασκεί τις πολιτικές της προς τη Μέση Ανατολή, παραμένοντας ένας αξιόπιστος σύμμαχος στο αμυντικό σύστημα ασφαλείας της Δύσης. Η Αθήνα δεν ακολουθεί σήμερα «τυχοδιωκτικές» πολιτικές στη Μεσόγειο. Εκει, δύο Σύμμαχοι, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, διαθέτουν ναυτικές δυνάμεις και στρατηγικά συμφέροντα, που δεν εντάσσονται, βεβαίως, στα ενδιαφέροντα της υπό γερμανική επιρροή Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία έχει εξαιρετικά απογοητεύσει την ελληνική πολιτική ηγεσία.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την Μ. Πέμπτη 29 Απριλίου
Η διεθνώς παράνομη «γαλάζια πατρίδα» του Ταγίπ Ερντογάν έφερε την Ελλάδα στην ανάγκη να οργανώσει τις πολιτικές της
Η Ελλάδα στο πολιτικό-διπλωματικό σκέλος κινήθηκε και κινείται στον ευρωπαϊκό χώρο συντεταγμένα με γραμμές που εντάσσονται στους κανόνες του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ομως, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, η Ελλάδα, υπό τη διαρκώς αυξανόμενη στρατιωτική πίεση του ισλαμιστή Ερντογάν και με διαπιστωμένη τη φιλοτουρκική πολιτική της Γερμανίας, αποφάσισε να γίνει μέρος της «μεγάλης εικόνας» στην Ανατολική Μεσόγειο, με συμμαχίες στη Μέση Ανατολή, σε ένα μπλοκ που είναι «απέναντι» στην Τουρκία και συνδέεται με στρατηγικές αντιλήψεις των ΗΠΑ σε αυτή την περιοχή. Η επιλογή αυτή πήρε ένα πρώτο σχήμα προ 20ετίας και σταδιακά απέκτησε σημαντικές διαστάσεις πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των αυξημένων επιθετικών κινήσεων της Αγκυρας. Ολες, ανεξαιρέτως, οι ελληνικές κυβερνήσεις διατήρησαν από το 2010 ανοικτή τη γραμμή αυτής της πολιτικής, που πήρε ευρείες διαστάσεις το 2020-2021, όταν η Τουρκία «αφηνίασε» στις θάλασσες της φανταστικής «γαλάζιας πατρίδας» της.
Δεν πρωτοτυπεί, συνεπώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενισχύοντας τις συμμαχίες της στην Ανατολική Μεσόγειο, πόσω μάλλον που οι δύο τελευταίες Σύνοδοι Κορυφής της Ε.Ε. κατέδειξαν την αδυναμία της Ενωσης να σταθεί με ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις «απέναντι» στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι θεωρεί διεθνώς παράνομες τις πολιτικές του Ερντογάν. Είναι πλέον σαφές αυτό που αδυνατούν να αποδεχθούν οι πολιτικά ακυρωμένοι, πλην πάντοτε λαλίστατοι, Αθηναίοι «ευρωπαϊστές»: ότι, δηλαδή, η Ελλάδα μπορεί να είναι συνεπής εταίρος της Ε.Ε. και πιστός Σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, αλλά και στρατιωτικός σύμμαχος με κάθε τρίτη χώρα, όταν αυτό ενισχύει το μέτωπο της εθνικής ασφάλειάς της.
Η ιδεοληπτική «ορθότητα» που επιτάσσει την κίνηση της Ελλάδας οπωσδήποτε και αποκλειστικά μέσα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έφερε ζημιογόνες υποχωρήσεις και μόνον ενθάρρυνε την Τουρκία να δοκιμάζει τις αντοχές της Ελλάδας με αυξανόμενη επιθετικότητα και ακραίες προκλήσεις και προσβολές. Ηρθε, έτσι, στην Αθήνα η ώρα της έντονης εξωστρέφειας του 2020-2021 και η ανάγκη για «καθαρές κουβέντες» από τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Νίκο Δένδια, προ ημερών, στην Αγκυρα. Εχει, δε, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι σήμερα, σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα ασκεί τις πολιτικές της προς τη Μέση Ανατολή, παραμένοντας ένας αξιόπιστος σύμμαχος στο αμυντικό σύστημα ασφαλείας της Δύσης. Η Αθήνα δεν ακολουθεί σήμερα «τυχοδιωκτικές» πολιτικές στη Μεσόγειο. Εκει, δύο Σύμμαχοι, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, διαθέτουν ναυτικές δυνάμεις και στρατηγικά συμφέροντα, που δεν εντάσσονται, βεβαίως, στα ενδιαφέροντα της υπό γερμανική επιρροή Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία έχει εξαιρετικά απογοητεύσει την ελληνική πολιτική ηγεσία.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την Μ. Πέμπτη 29 Απριλίου