Η κυβέρνηση υπερασπίζεται τις αποφάσεις της για υποθέσεις τις οποίες διαχειρίζεται και δηλώνει ότι αισιοδοξεί για τη συνέχεια. Και δεν θα μπορούσε να μη συμβαίνει αυτό. Η πλειοψηφία κυβερνά και νομοθετεί στη βάση επιλογών της και απέναντι στο κοινό εμφανίζεται δυναμική και αισιόδοξη. Τίποτε το περίεργο και μη αναμενόμενο. Ετσι γίνεται πάντοτε.

Από την πλευρά της, η μειοψηφία ελέγχει, επικρίνει με λόγο δυναμικό τις κυβερνητικές πολιτικές και θεωρεί ότι οι δικές της επιλογές είναι καλύτερες και ωφέλιμες για τον τόπο. Τίποτε το μη αναμενόμενο και εδώ. Και τα δύο μέρη κάνουν απλώς τη «δουλειά» τους, κατά τα συνταγματικώς προβλεπόμενα από την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

Ομως, ανησυχία προκαλεί σε κύκλους πολιτικών και οικονομικών αναλυτών το γεγονός ότι και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι τα όσα λέγουν και υπερασπίζονται απευθύνονται σε μια κοινωνία της οποίας τα νέα χαρακτηριστικά δεν λαμβάνουν υπόψη τους.

Πριν φτάσουμε στην υπόθεση των ζημιών που προκαλεί ο κορονοϊός, ας θυμόμαστε ότι ήδη τα τρία μνημόνια της περασμένης δεκαετίας, με τους βίαιους μετασχηματισμούς που επέβαλαν στην κοινωνία, αλλοίωσαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στα οποία υπολόγιζαν μετά το 1974 όλες οι πολιτικές δυνάμεις όταν επιζητούσαν τον «διάλογο» και τη «συνεννόηση» με τους πολίτες.

Οταν σήμερα εκφέρεται δημόσιος λόγος για «ανάπτυξη» από οποιονδήποτε δρόμο τα κόμματα προτιμούν, η ρητορεία τους έχει πίσω της μια οικονομία στο «κόκκινο» και απευθύνεται σε ακροατήρια μιας κοινωνίας στην οποία μια μεσαία αστική τάξη βρίσκεται σε καταβύθιση εδώ και δέκα χρόνια, με την ανεργία να παραμένει υψηλή, με νούμερα «ρεκόρ» στην Ε.Ε., με τη φτώχεια να αγγίζει το ένα τρίτο του πληθυσμού και με τη δημόσια σχολική εκπαίδευση σε κακή κατάσταση, να προκαλεί σύγχυση και απαισιοδοξία σε εκατοντάδες χιλιάδες νέες και νέους. Όλα αυτά τα στοιχεία κρατούν έξω από την παραγωγική διαδικασία περίπου τον μισό οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας.

Είναι σήμερα κατά το μέγα μέρος της άπιστη προς τα κόμματα και καχύποπτη απέναντι σε προθέσεις και αποφάσεις κάθε κυβέρνησης
Επιπλέον, τα πεσμένα οικογενειακά εισοδήματα και η εργασιακή ανασφάλεια κρατούν έντονες τις τάσεις φυγής των νέων στο εξωτερικό, με τη χώρα να μετράει ήδη εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες με επιστημονικά προσόντα και τεχνικές δεξιότητες που βρίσκονται στο εξωτερικό.

Η «νέα» ελληνική κοινωνία, τέκνο της ήττας των πολιτικών δυνάμεων της Μεταπολίτευσης, είναι σήμερα κατά το μέγα μέρος της απαισιόδοξη, ευερέθιστη, άπιστη προς τα κόμματα και συχνά καχύποπτη απέναντι σε προθέσεις και αποφάσεις κάθε κυβέρνησης. Ουσιαστικά, όπως προκύπτει και από τις κοινωνικές στατιστικές έρευνες σήμερα, μόνο το ένα τρίτο της κοινωνίας νιώθει απολύτως ή σχετικώς ασφαλές με την κυβέρνηση των «μεταρρυθμίσεων», ενώ το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα βρίσκεται σε ανασφάλεια και διαρκή ανατάραξη, που -όχι χωρίς λόγοκρατάει χαμηλά και τα ποσοστά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των κληρονόμων του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η κοινωνία, λοιπόν, επιβαρυμένη και με τα οικονομικά κτυπήματα της πανδημίας, που προσθέτει νέες δυσκολίες και ανέργους στην αγορά, χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από τις εκδηλώσεις αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας του πολιτικού προσωπικού.

Χρειάζεται η κοινωνία μια νέα, αναγεννητική πνοή, μια νέα συλλογική συνείδηση και κάτι σαν «συμβόλαιο εμπιστοσύνης» μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Η περίοδος 2021-2022 θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Με μια κοινωνία εν πολλοίς «καθισμένη», χωρίς μια πολιτική ανάγνωση της νέας πραγματικότητας από τις άρχουσες «ελίτ», η χώρα θα οδηγηθεί σε κατηφόρα, άγνωστης διάρκειας.

Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης πρέπει σίγουρα να ολοκληρωθεί. Αλλά δεν μπορεί από μόνος του να φέρει την παραγωγική αναγέννηση της Ελλάδας και το ζωντάνεμα της μαραμένης κοινωνίας της. Ο οικονομισμός χωρίς πολιτικό στοχασμό δεν οδηγεί μακριά. Ούτε έχει, βεβαίως, σημασία το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα πορευθεί προς το Κέντρο για να πάει αριστερά ή το αντίστροφο.