Δεν είναι εύκολη υπόθεση η «αναγέννηση» του πολιτικού χώρου που προσδιορίζεται ως αστική «Κεντροαριστερά», σε μια διαδρομή που ξεκίνησε «σοσιαλιστικά» το 1974, με ιδρυτή τον Ανδρέα Παπανδρέου, κυριάρχησε στον δημόσιο βίο επί μία 35ετία, για να βουλιάξει στη συνέχεια σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά.

Το βασικό πρόβλημα του κόμματος, που σήμερα οδηγείται στην αναζήτηση νέου αρχηγού, για ένα καινούργιο ξεκίνημα, έγκειται στο ότι λειτουργεί και προβληματίζεται με το όνομα «Κίνημα Αλλαγής», πλην όμως ως ένα γνήσιο τέκνο του ΠΑΣΟΚ. Οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν προ ετών πρώτιστα μέσω της «Ελιάς» για μια νέα κομματική σύνθεση, που θα άφηνε πίσω της τα χρόνια του μαραμένου ΠΑΣΟΚ, δεν πέτυχαν. Το ηλικιωμένο, αδύναμο ΠΑΣΟΚ κατάφερε να ρίχνει βαριά τη σκιά του σε κάθε περί «Κεντροαριστεράς» συζήτηση. Έτσι, τα πράγματα οδήγησαν στο ΚΙΝ.ΑΛ., ένα αντίγραφό του, το οποίο προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επιτυχώς στον κόσμο που προέκυψε μέσα από τα οδυνηρά «μνημονιακά» χρόνια. Η προσπάθεια απέτυχε. Οχι χωρίς λόγο.

Σε μια κοινωνία σημαδεμένη από βίαιους μετασχηματισμούς από το 2010, το «άρωμα» ΠΑΣΟΚ που διαπερνούσε το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν ταίριαζε με τίποτε πλέον. Και τα πρόσωπα που εξακολουθούν να εμφανίζονται έως και σήμερα στην πρώτη γραμμή των «έμπειρων» στελεχών του φέρουν επάνω τους ένα πολιτικό γήρας και τις μελαγχολικές αναμνήσεις ενός κόσμου που έχει προ πολλού ηττηθεί απ’ τα πράγματα και ουσιαστικά δεν υφίσταται, ενώ τα νεότερα στελέχη του είναι πολιτικά άχρωμα. Παρ’ όλα αυτά, έχει ενδιαφέρον ότι ακόμα και σήμερα ένα τμήμα των διεκδικητών της αρχηγίας εμφανίζεται να πιστεύει πως μια επάνοδος στο όνομα και τα σύμβολα ΠΑΣΟΚ είναι δυνατόν να δημιουργήσει με την καθαρή υιοθέτησή τους μια δυναμική ικανή να αυξήσει σημαντικά τα εκλογικά ποσοστά του σημερινού ΚΙΝ. ΑΛ. Και δεν στερείται βεβαίως πρωτοτυπίας το γεγονός ότι στη μάχη της διεκδίκησης για την αρχηγία μετέχει και ο γιος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Αποτυχών παταγωδώς ο ίδιος κατά το παρελθόν ως αρχηγός, πιστεύει ότι φέροντας το επίθετο του μακαρίτη ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ θα συγκινήσει τα υπόλοιπα των «συντρόφων», με τους οποίους κάποτε συμπορεύτηκε κάτω από έναν λαμπρό, πράσινο ήλιο.

Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα σε αυτή την υπόθεση, το πιθανότερο είναι πως στο τέλος της μάχης των διεκδικητών της αρχηγίας θα φανεί αν θα συνεχίσει ή όχι να υφίσταται το όνομα ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή.

Για την ώρα, αυτή η εσωστρεφής «Κεντροαριστερά» δεν διαθέτει διακριτό πολιτικό στίγμα και δείχνει ότι αγωνίζεται για να δια- τηρηθεί στη σκηνή με ένα ποσοστό εκλογικής επιρροής που θα της επέτρεπε να «παίξει» αύριο στην πολιτική σκηνή. Το γεγονός ότι γύρω της, δεξιά και αριστερά της, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ μετρούν κρυφά τα εκλογικά κέρδη που ενδεχομένως θα αποσπούσαν προσεχώς από το σώμα αυτής της «Κεντροαριστεράς» και ότι αμφότεροι δεν προβληματίζονται με πολιτικές θέσεις της δείχνει πόσο μεγάλη είναι πλέον η απόσταση του ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ από την ελληνική κοινωνία. Οι διεκδικητές της αρχηγίας σε αυτό το κόμμα έχουν όλοι σε βάρος τους το γεγονός ότι, στο διάστημα των έντεκα χρόνων που ακολούθησαν το πρώτο «μνημόνιο», το ΠΑΣΟΚ διαχειρίστηκε μόνο του ή σε συνεργασία με τη Ν.Δ. για μία τετραετία τα πιο «μαύρα» χρόνια της ελληνικής οικονομίας, που «ξεπάτωσαν» την κοινωνία. Η ρήξη καταγράφηκε εκλογικά το 2015 και δεν ήταν «της στιγμής».

Εκτοτε, η αστική «Κεντροαριστερά» δεν μπόρεσε ποτέ να επανασυνδεθεί με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που της γύρισαν την πλάτη. Το μεταξύ τους «συμβόλαιο» έληξε, μαζί με τη λήξη της περιόδου των κατανομών εθνικού και κοινοτικού πλούτου από τους κυβερνώντες «σοσιαλιστές» του ΠΑΣΟΚ. Η «Κεντροαριστερά», καλομαθημένο παιδί των χρόνων του «κρασιού και των λουλουδιών», δεν άντεξε το φαλιμέντο και τη σφοδρή «μνημονιακή» κακοκαιρία.