Οι συστηματικοί παρατηρητές, Ελληνες και ξένοι, των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τα χρόνια του ’50 έως σήμερα για ένα πράγμα είναι πεπεισμένοι: πως η Τουρκία έχει σχηματισμένη εντύπωση, από εκείνη τη δεκαετία, ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολιτική βούληση να διακινδυνεύει μια σύγκρουση για να αποκρούσει την τουρκική πολιτική στο Αιγαίο, στη Θράκη και για να υπερασπιστεί την Κύπρο. Και η εμπέδωση αυτής της διαπίστωσης κατέστησε την Τουρκία έναν ολοένα και πιο επιθετικό παίκτη απέναντι στην Ελλάδα.

Από το 1955 και από τις εμπειρίες της επόμενης δεκαετίας, η Αγκυρα διαπιστώνει μια εντυπωσιακή αδυναμία της χώρας μας να αντιταχθεί δυναμικά στις τουρκικές πιέσεις και να οργανώσει αποτρεπτικές δυνάμεις, πολιτικές και στρατιωτικές, απέναντι στην Τουρκία.

Η Αθήνα δεν αντιδρά τον Σεπτέμβριο 1955, όταν φανατισμένος όχλος, με επικεφαλής παρακρατικές ομάδες και οδηγίες από τον τότε πρωθυπουργό, Μεντερές, προβαίνει σε οργανωμένες λεηλασίες χιλιάδων επιχειρήσεων, κατοικιών, σχολείων και ορθόδοξων εκκλησιών της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη. Σε αυτήν τη χιτλερικού τύπου «Νύχτα των Κρυστάλλων», ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν απαντά, αλλά δέχεται αδιαμαρτύρητα και την ιταμή «οδηγία» της Ουάσινγκτον για «αυτοσυγκράτηση»... αμφοτέρων των πλευρών!

Εθνικό στραπάτσο και ταπείνωση...

Τα ίδια όταν, το 1964, η Αγκυρα αποτελειώνει με χιλιάδες απελάσεις τη μειονότητα και ολοκληρώνει το σχέδιο εξόντωσης του ελληνισμού στα τουρκικά εδάφη. Η Αθήνα δεν αντιδρά! Δεν «ανταποδίδει». Επιδεικνύοντας μια εντυπωσιακή πολιτική δειλία, «καταπίνει» το κτύπημα. Η Τουρκία είναι πλέον βέβαιη ότι μπορεί να «παίζει κομπολόι» την Ελλάδα κατά τις επιθυμίες της, κι ας διατηρείται η ελληνική στρατιωτική υπεροχή απέναντί της.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1967, η άκρως «εθνικόφρων» στρατιωτική χούντα της Αθήνας θα αποσύρει την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Από τότε, η Τουρκία ασκεί στρατιωτική πίεση διαρκώς στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Ξέρει καλά πού πατάει ο Ερντογάν σήμερα.

Πέντε μήνες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιανουάριο του 1975, ο Μελίχ Εσεμπέλ, υπουργός Εξωτερικών, είχε δηλώσει στην τουρκική Εθνοσυνέλευση:

«Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες του 1923... Η Κύπρος αποτελεί το πρώτο βήμα προς το Αιγαίο». Είναι σαφές ότι, πέρα από ειδικές επιμέρους συνθήκες διαφόρων περιόδων μεταπολεμικά, είναι πρώτιστα η στάση της ίδιας της Ελλάδας που προσέλκυσε την τουρκική επιθετικότητα. Από το 1955 και πέρα, η Αθήνα σε ρόλο «ωραίας κοιμωμένης» υπήρξε παντελώς ανίκανη να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μία ισχυρή πολιτική, που θα ακύρωνε και, πάντως, θα αποθάρρυνε την τουρκική επιθετικότητα. Σήμερα, ο Ερντογάν αξιοποιεί την παντουρκική άποψη του ’50 και τον κεμαλικό εθνικισμό που έχει ενσωματώσει στον πολιτικό ισλαμισμό του, ο οποίος τώρα στηρίζεται στην πολιτική παρακαταθήκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Απέναντι στην Ελλάδα, το «μείγμα» απλό και σταθερό: Η Κύπρος, η Θράκη, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα είναι ή πρέπει να γίνουν «τουρκικά». Αυτά είναι σημεία σταθερά στην εξωτερική πολιτική του νεο-οθωμανισμού σήμερα. Γι’ αυτό και φρόντισαν να τα «υπενθυμίσουν» στην Αθήνα με ιδιαίτερη έμφαση σήμερα, αρχή καλοκαιριού, και το τουρκικό Γ. Επιτελείο και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας οι οποίοι ανέπτυξαν, βεβαίως, τα «επιχειρήματά» τους με «ερμηνείες» της Συνθήκης τη Λωζάννης και χωρίς καμία αναφορά σε κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας, το οποίο, ως γνωστόν, απλώς... δεν αρέσει στην Αγκυρα.

Η τουρκική ηγεσία πολιτεύεται τόσο επιθετικά σήμερα, καθώς η Ελλάδα αποκτά γεωπολιτική υπεραξία, λόγω του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου σε Αιγαίο, Ιόνιο και Ανατολική Μεσόγειο, και ενισχύει το ναυτικό της πρόσωπο. Αν, όμως, δεν συνοδευτεί η νέα πραγματικότητα με εξωτερική πολιτική υψηλής απόδοσης και με ενίσχυση της στρατιωτικής τεχνολογίας στις Ε.Δ., τότε η Ελλάδα, αντί να γίνει σοβαρός «παίκτης» στην περιοχή, θα περιοριστεί σε ρόλο αγωγού ενεργειακών κερδών με στρατηγικό βάρος υπέρ τρίτων δυνάμεων.