«Γιατί να επιτρέψουμε να ιδρυθούν μη-κρατικά πανεπιστήμια; Γιατί το κράτος και η εκκλησία να είναι συνδεδεμένα; Πρέπει να είναι;» Είναι μερικά από τα ερωτήματα που έχουν λίγο πολύ απασχολήσει την κοινή γνώμη τον τελευταίο καιρό. Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως, ένα-ένα.

Το Σύνταγμα ξεκάθαρα ορίζει στο άρθρο 16, παράγραφο 8 πως απαγορεύεται σε ιδιώτη να ιδρύσει ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αν απομονωθεί η συνταγματική διάταξη μοιάζει κάτι αθώο και – ειλικρινά – λογικό. Γιατί ο καθένας να μπορεί να ιδρύει ένα Πανεπιστήμιο; Για τον ίδιο λόγο που ο καθένας μπορεί να ιδρύσει ένα ιδιωτικό σχολείο. Επειδή του δίνεται όχι η νομική αλλά η πολιτική ελευθερία. Σαφώς από μία καθαρά μαρξιστική οπτική η ελευθερία αυτή φαντάζει ένα κόλπο της αστικής τάξης να κερδοφορήσει και να ελέγξει την εκπαίδευση. Το πρόβλημα που είναι; «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» (για να χρησιμοποιήσουμε και την έκφραση του Πιραντέλλο).

Το 1974, όταν συντάχθηκε το υπάρχον σύνταγμα, ήταν απαραίτητο το κράτος να έχει τον πλήρη έλεγχο της εκπαιδευτικές διαδικασίας ούτως ώστε ο Καραμανλής να επιτύχει την ομαλή μετάβαση στην δημοκρατία, όπως και έκανε. Όταν, όμως, στα 45 χρόνια που έχουν παρέλθει από την μεταπολίτευση η αριστερά έχει ριζώσει και έχει δημιουργήσει μια βιομηχανία «αντί-συστημικών» αναρχοφασιστών που επαγγέλλεται τις «δημοκρατικές» της αξίες, απορρίπτοντας όσες δεν συνάδουν μαζί της και γρονθοκοπώντας τους αντιφρονούντες, είναι φυσιολογικό αυτοί οι «αντί-συστημικοί» να γίνονται οι ίδιοι μέρη του συστήματος και να επιχειρούν να επιβάλλουν τις ιδεοληπτικές, γεμάτες ταξικά σύνδρομα απόψεις τους. Είναι και αυτό μία ακόμη απόρροια του «ηθικού πλεονεκτήματος». Παρ’ όλα αυτά, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια όπου λειτούργησαν (δηλαδή σχεδόν παντού στον κόσμο) παρέδωσαν στις κοινωνίες αξιότατους επιστήμονες που αποτέλεσαν φάροι της εκάστοτε εθνικής παιδείας, που έδωσαν και οι ίδιοι μία ώθηση σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. Αλλά όχι εμείς είμαστε εναλλακτικοί δεν ακολουθούμε την μάζα(!)

«Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Με αυτόν τον τρόπο το σύνταγμα μας δηλώνει την σχέση που έχει το κράτος μας με την θρησκεία και την εκκλησία του, ήδη από τα «γεννοφάσκια» του. Κάθε ευρωπαϊκό έθνος στην νεωτερική εποχή χρειάστηκε κάποιες βασικές αξίες, κάποιες διαχωριστικές γραμμές για να μπορέσει να αναδυθεί και να αποκτήσει την αυτοκυριαρχία του. Άλλα δημιούργησαν πολιτισμό και δια αυτού έγιναν κράτη (π.χ. Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία) και άλλα έγιναν κράτη και ύστερα έχτισαν την ταυτότητά τους (π.χ. Βέλγιο). Όλα, όμως, βασίστηκαν κάπου, «όρισαν την ταυτότητά τους δια της ετερότητάς τους με τους άλλους», όπως μου είχε πει ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο.

Έτσι και οι Έλληνες όταν επαναστατήσαμε το 1821 εναντίον των Οθωμανών. Δεν ήταν η γλώσσα που μας ένωνε. Άλλοι μιλούσαν αρβανίτικα, άλλοι ελληνικά. Ήταν η θρησκεία μας. Η κοινή πίστη στον Χριστό και στις διδασκαλίες του. Ο αγώνας δεν ήταν Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες. Ήταν Χριστιανός εναντίον Μουσουλμάνου. Αυτό μας διαχώριζε. Και συνεχίζει να μας ενώνει. Οι περισσότεροι Έλληνες είτε λίγο είτε πολύ πιστεύουμε στον Θεό και στον Χριστιανισμό. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας και στο σύνταγμά μας πρέπει να δηλώνεται αυτό. Και θα συνεχίσει να δηλώνεται μέχρι οι Έλληνες να σταματήσουμε να πιστεύουμε, εάν γίνει ποτέ αυτό.

Και η Παιδεία και η Εκκλησία είναι βάσεις για τον ελληνικό λαό. Και οι δύο έχουν τις παθογένειές τους, όπως όλες οι κοινωνικές δομές, αλλά δεν είναι ίδιες. Στην πρώτη περίπτωση το παθογενές ταξικό κόμπλεξ πρέπει να ξεπεραστεί, και στη δεύτερη, οι οπισθοδρομικές και κάποιες φορές επιβλαβείς επιλογές να διορθωθούν. Το πως, είναι θέμα για άλλη συζήτηση.