Πέρασαν 11 χρόνια χωρίς το Νίκο και σκαλίζοντας βιβλία, φακέλους, φωτογραφίες, σημειώσεις, παλαιές συνεντεύξεις, ανέσυρα ένα κείμενο που εξιστορεί πώς ο Νίκος Κακαουνάκης γνώρισε τον εκδότη Χρήστο Λαμπράκη. Ο Νίκος εξάλλου ήταν ένας άνθρωπος που δεν έκρυψε ποτέ ότι ξεκίνησε ξυπόλητος από την Κρήτη και με τη δουλειά του κατέκτησε την κορυφή της δημοσιογραφίας.


Ήταν άνοιξη του 1964. Στην εξουσία βρισκόταν η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Πολυχρόνης Πολυχρονίδης είναι βουλευτής Χανίων και υπουργός Δημόσιας Τάξης, Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης (διαδοχικά) του Γεωργίου Παπανδρέου. Είναι ένας τίμιος πολιτικός και αφοσιωμένος στην Κρήτη, την Ελλάδα. Ο Πολυχρονίδης έχει κοντά του το νεαρό Νίκο Κακαουνάκη, ένα παιδί που είχε ορφανέψει από πατέρα στη γερμανική κατοχή και έκανε χίλιες δουλειές για να βοηθήσει τη μητέρα και τα αδέρφια του. Ο Πολυχρονίδης φρόντισε ο Κακαουνάκης να τελειώσει την εκκλησιαστική σχολή και να μπει στο Πανεπιστήμιο, ενώ τον είχε κοντά του στο υπουργείο επισήμως ως «σύμβουλο» και ανεπισήμως για να τον βοηθάει στις «εξυπηρετήσεις» των ψηφοφόρων, τα γραφικά «ρουσφέτια», που τη δεκαετία του ’60 ήταν από τα βασικά καθήκοντα των βουλευτών.


Ο Νίκος Κακαουνάκης ακούει με ενθουσιασμό τον Πολυχρονίδη να του προτείνει μία ημέρα του Μαϊου, μία εκδρομή στην Κρήτη : «Ο φίλος μου, ο κύριος Χρήστος Λαμπράκης θέλει να επισκεφτεί το φαράγγι της Σαμαριάς με την παρέα του. Τι λες; Μπορείς να πας μαζί τους σαν οδηγός;». Αν μπορούσε λέει… Πέταξε από τη χαρά του.


Η κρητική φιλοξενία… κρυβόταν στο βαρύ σάκο


Για να διαβείς το Φαράγγι της Σαμαριάς, θέλεις γερά πόδια, καλή διάθεση και αγάπη στη φύση. Να μπορεί να εκτιμήσεις 18 χιλιόμετρα ενός μοναδικά άγριου τοπίου, όπου θηριώδη βράχια με κακαοτράχαλα μονοπάτια και τζουγκριά διαδέχονται πευκόφυτες πλαγιές, αγριοκάτσικα και κρι-κρι σε κοιτάζουν από ψηλά, από την άνεση του φυσικού τους περιβάλλοντος και αετοί και γεράκια πετούν ψηλά αναταράσσοντας την απόλυτη γαλήνη του ουρανού. Όσοι έχουν διασχίσει το Φαράγγι τα τελευταία χρόνια ίσως θα έχουν την εικόνα της μιας παρέας να ακολουθεί την άλλη σε μία αλυσίδα διαρκούς ροής. Πριν από δεκαετίες όμως το μονοπάτι ήταν πρωτόγονο, οι παγίδες πολλές και οι τολμηροί ταξιδιώτες λιγοστοί…


Ο Νίκος Κακαουνάκης έφτασε νωρίτερα στον Ομαλό, το σημείο που ξεκινά η διαδρομή για το Φαράγγι, και η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν να κανονίσει για το καΐκι που θα περίμενε την παρέα στο τέλος του Φαραγγιού, μετά από δέκα ώρες περπάτημα, στην Αγία Ρουμέλη.


Η παρέα των εκδρομέων δεν άργησε να φανεί: είναι ο Χρήστος Λαμπράκης, ένας φίλος του γνωστός αρχιτέκτονας και δύο κυρίες. Όλοι σε εξαιρετική διάθεση, έτοιμοι για τη μικρή περιπέτεια που θα ξεκινούσε. Ο Κακαουνάκης ζητά συγγνώμη, χάνεται για λίγο και επιστρέφει με ένα σάκο της εποχής βαρύ σαν να ’χει πέτρες. Τον φορτώνεται και δίνει το σύνθημα να ξεκινήσουν…


Ο Χρήστος Λαμπράκης δεν περπατάει, λες και πετάει… Ενθουσιασμένος από το νέο σκηνικό γύρω του, δεν χορταίνει να καταγράφει εικόνες στο μυαλό του και να δίνει τον τόνο στην παρέα… Ο Κακαουνάκης όμως από οδηγός κοντεύει να γίνει ουραγός, με το σακούλι να του κόβει τον ώμο από το βάρος, αλλά να αρνείται πεισματικά τις προτάσεις της παρέας να τον απαλλάξουν έστω για λίγο από το βαρύ φορτίο…


Είναι μία ζεστή ημέρα της άνοιξης και μετά από πέντε ώρες στο Φαράγγι όλοι στην παρέα θέλουν να ξαποστάσουν. Έχουν φτάσει πια στο εγκαταλελειμμένο χωριό της Σαμαριάς. Ιδρωμένοι, κατάκοποι και… περίεργοι: τι κουβαλάει τόσες ώρες –χωρίς να δεχτεί βοήθεια– ο περήφανος Κρητικός; Ο Κακαουνάκης ανοίγει μπροστά τους το σακούλι (του μαρτυρίου του) και κάνουν την εμφάνισή τους παραδοσιακά τυριά και ολοκόκκινες ντομάτες, κρητικά παξιμάδια, σταφιδολιές, καπνιστό απάκι και τσικουδιά... Ταπεινά αλλά αγνά φαγώσιμα.

Στην κουρασμένη παρέα φαίνονται ωςλουκούλλειο γεύμα πολλών αστέρων… Και ο Κακαουνάκης αποθεώνεται: «Ξέραμε πόσο ζεστή είναι η κρητική φιλοξενία, αλλά εσύ ξεπέρασες κάθε προσδοκία!».


Βουτιά στη θάλασσα με τα ρούχα


Ξεκούραστοι και τονωμένοι πλέον οι εκδρομείς ξεκινούν για την υπόλοιπη διαδρομή σε ακόμα πιο χαρούμενο κλίμα. Φτάνουν κάθιδροι στην Αγία Ρουμέλη και, μόλις αντικρίζουν θάλασσα, πέφτουν με τα ρούχα να δροσιστούν… Είναι μία παρέα πέντε φίλων πλέον και όχι τεσσάρων Αθηναίων και του συνοδού τους, Κακαουνάκη…


Την επόμενη κιόλας ημέρα ο Χρήστος Λαμπράκης τηλεφωνεί στο φίλο του Πολυχρονίδη για να τον ευχαριστήσει για αυτό το «εξαιρετικό παιδί», που «με σκλάβωσε με την ευγένεια και τη φιλοξενία του»… «Θέλω να κάνω κάτι για αυτόν», λέει ο Λαμπράκης και ο Πολυχρονίδης καταλαβαίνει ότι ανοίγεται μία μοναδική ευκαιρία για το συνεργάτη του. Αρχίζει να αφηγείται στον Λαμπράκη για το πώς είχε ξεχωρίσει τον Νίκο ανάμεσα στα παιδιά της εκκλησιαστικής σχολής, για τη σπιρτάδα και το θάρρος που εκτίμησε και τον πήρε κοντά του, τις ικανότητες που έδειχνε στο γραφείο του και τις μεγάλες προοπτικές που πίστευε ότι έχει…


Ο Λαμπράκης δεν ήθελε να ακούσει περισσότερα… Κάλεσε τον Κακαουνάκη σε γεύμα δήθεν για να του ανταποδώσει τη φιλοξενία στην Κρήτη, αλλά στην ουσία για να του προτείνει να γίνει δημοσιογράφος στην αυτοκρατορία που έστηνε… Ήταν η αρχή μιας συνεργασίας που κράτησε γύρω στα 25 χρόνια, αλλά και μιας φιλίας που κράτησε… για πάντα.


ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΞΥΛΟΥΡΗ


«Εγώ Νίκο κάθε χρόνο συνεχίζω να πηγαίνω στο Καστέλι κάνοντας τις ίδιες διαδρομές που κάναμε και ακόμη και τώρα συναντώ παλιούς κοινούς φίλους. Πίνουμε τις ρακιές και μιλάμε για τα γλέντια που κάναμε και την κυρά-Μαρία που είχε την πόρτα της πάντα ανοιχτή και το τραπέζι στρωμένο. Γιατί οι άνθρωποι Νίκο σαν και σένα δεν ξεχνιούνται, γι αυτό και δεν πεθαίνουν ποτέ. Για μένα ήσουν ένας πραγματικός φίλος και αδερφός.»


ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ


Καμάρι είχες το Καρφί και σύντροφο την πένα

Και ρεπόρταζι έκανες Νικόλα κάθε μέρα

Επέταξες πολύ ψηλά στους ουρανούς εβγήκες

Νίκο με την αξία σου στην ιστορία μπήκες