Η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα σε πρώτη φάση για την επόμενη κρίσιμη διετία, με τις ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο, είναι προαπαιτούμενο. Όχι μόνον για τα εσωτερικά της ζητήματα, οικονομικά, δημοσιονομικά, αναπτυξιακά, αλλά και σε σχέση με τη διεθνή πολιτική και τον πυρήνα των εθνικών της συμφερόντων.

Η Ελλάδα σε κεντρικό επίπεδο δομεί μια ιδιαίτερη, στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ. Τον Οκτώβριο τα δεδομένα, μάλιστα, αυτής της συνεργασίας θα συζητηθούν στην Ουάσινγκτον, με την παρουσία πολλών Ελλήνων υπουργών υπό την αιγίδα των υπουργών Εξωτερικών Δένδια και Μπλίνκεν. Η συμφωνία αυτή, με πολλά επιμέρους κεφάλαια, διπλωματία, στρατιωτική συνεργασία - εξοπλισμοί, εσωτερική ασφάλεια - αντιτρομοκρατία, επενδύσεις, μεταφορά τεχνολογίας, ενέργεια κ.λπ., θα εκτείνεται σε ανανεούμενες πενταετίες.

Από την πλευρά της Ουάσινγκτον η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως «στενός σύμμαχος» στη νέα εποχή του «επιλεκτικού απομονωτισμού» που έχουν αποφασίσει οι ΗΠΑ. Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ γίνεται διακριτή μέσα από μια σειρά αποφάσεων και διεθνών πρωτοβουλιών που αλλάζουν το διεθνές status quo. Συγκεκριμένα, την αποχώρηση αρχικά στρατιωτικών τους δυνάμεων από τη Μεσοποταμία, στη συνέχεια από το Αφγανιστάν και τώρα πλέον από τη στρατιωτική συμφωνία ΗΠΑ - Ηνωμένου Βασιλείου - Αυστραλίας (AUKUS), με το βλέμμα στην Κίνα.

Για τις ΗΠΑ η Ελλάδα λογίζεται ως «proxy power» (πληρεξούσιος ισχυρός παίκτης) για τις περιοχές Ανατολικής Μεσογείου, Βαλκανίων και Εύξεινου Πόντου. Είναι μια θεώρηση πολύ μακριά από το «failed state» της προηγούμενης δεκαετίας με τις γερμανοκίνητες ευρωπαϊκές δημοσιονομικές πολιτικές «δημιουργικής καταστροφής» της. Η Ελλάδα με τις εσωτερικές πολιτικές της, τη στρατιωτική ισχύ της και τη διπλωματική δεινότητα καλείται να δικαιώσει τη θεώρηση πραγμάτων των ΗΠΑ.

Στο περιφερειακό επίπεδο, η κύρια δύναμη της Ελλάδας, που έχει μάλιστα ισχυρή ανάσχεση στην επιθετική -ασιατική και μόνον πλέον- Τουρκία, είναι η συμμαχία της με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τη συμμετοχή της Κύπρου. Επίσης, στο μεσογειακό μέτωπο είναι ενδιαφέρουσα η σύγκλιση του «Filia forum», που καλύπτει τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, ενώ η σύνδεση με τη Δυτική Μεσόγειο επιτυγχάνεται μέσα από τους «Med 7».

Η Ελλάδα στην παρούσα, πλέον, φάση θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία για την αναβάθμιση και θεσμοποίηση των συγκλίσεων στη Μεσόγειο, προτείνοντας στους τέσσερις συμμάχους (αρχικά) τη συγκρότηση «Μεσογειακής Κοινότητας» σε οικονομικό, εμπορικό, τεχνολογικό, στρατιωτικό πεδίο και, φυσικά, στους τομείς της ασφάλειας και της αντιτρομοκρατίας απέναντι στην τζιχάντ και τη «μουσουλμανική αδελφότητα». Σε μια τέτοια συμμαχία τον ρόλο των «τραπεζιτών» θα μπορούσαν να είχαν το Ισραήλ (με τον διεθνή εβραϊσμό) και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (από την πλευρά των Αράβων). Η Αίγυπτος, πέραν της στρατιωτικής ισχύος και της γεωπολιτικής της θέσης, μπορεί να δώσει με τα περίπου 100 εκατομμύρια πληθυσμό, στην πλειονότητά του νεαρών ηλικιών, βάθος αγοράς και παραγωγής. Ελλάδα και Κύπρος, πέραν του διεθνούς εφοπλισμού, μπορούν να αποτελέσουν Ευρωπαίους «μεταπράτες» στο πεδίο των επιχειρήσεων ως μέλη της Ε.Ε. Η Ελλάδα, ταυτόχρονα, αποτελεί μια παραδοσιακή ναυτική δύναμη που επανεξοπλίζεται και ανατάσσεται με γοργούς ρυθμούς. Κύριοι σύμμαχοι στην περίπτωση μιας τέτοιας κοινότητας είναι από τη μια πλευρά οι ΗΠΑ (ήδη υπάρχει το 3+1) και από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις η Γαλλία, που μπορεί να αναλάβει ως ιστορική «κεντρική δύναμη» ρόλο σε Μεσόγειο, Αφρική, Εγγύς Ανατολή (και όχι Κεντρική Ασία, όπου θα δεσπόζει η συμμαχία Τουρκίας - Γερμανίας - Βρετανίας, με εμπλοκή της Ρωσίας).

Αρχικά ζητήματα μιας τέτοιας κοινότητας που θα μπορούσε να έχει ακόμα και μεικτές στρατιωτικές δυνάμεις - εξοπλισμούς είναι η σταθεροποίηση της Λιβύης και της Τυνησίας, η σταθερότητα στο Μαρόκο και η ανοικοδόμηση της Μεσοποταμίας (Ιράκ, Συρία).