Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι µια οικονοµική, εµπορική οντότητα µε νοµισµατικό πυρήνα την ευρωζώνη. Δεν ήταν και δεν µπορεί να αποκτήσει περισσότερη συνοχή συµφερόντων των µελών της, ώστε να εξελιχθεί σε ισχυρή πολιτική ένωση και, πολύ περισσότερο, σε στρατιωτική - εξοπλιστική συγκρότηση.

Μια τέτοια εξέλιξη, για να υπάρξει, προϋποθέτει κοινότητα συµφερόντων στη διεθνή πολιτική, στην άµυνα και την εσωτερική ασφάλεια. Κάτι που δεν µπορεί να συµβεί, ειδικά σε στρατηγική, άρα και µόνιµη βάση.

Πέραν αυτών, υπάρχουν πολλά προβλήµατα στην κατανοµή των πόρων που χρειάζονται στις στρατιωτικές δυνάµεις που προϋποτίθενται στη δοµή ενός τέτοιου οργανισµού.

Για παράδειγµα, ποιος δίνει τις εντολές, ποιος τις λαµβάνει και εκτελεί, µε ποια κριτήρια και στη βάση ποιων συµφερόντων λαµβάνονται οι αποφάσεις. Τα περί ενιαίας Ευρώπης στη διπλωµατία, στην άµυνα και την ασφάλεια είναι «µυθεύµατα» ως προς την πρακτική τους αξία.

Σε έναν πρώτο χρόνο ακουγόταν περισσότερο ως φιλοδοξία να δηµιουργηθεί ένα κλειστό κλαµπ στρατιωτικών εξοπλισµών που θα ευνοούσε τις βιοµηχανικά ισχυρές χώρες του χάλυβα (ΕΚΑΧ) και του «πυρήνα» που παράγει εξοπλισµούς, µε πρώτες σε δεινότητα ως προς αυτό τη Γερµανία και τη Γαλλία, ούτως ώστε καλοί «αγοραστές», όπως η Ελλάδα, για παράδειγµα, να αγοράζουν οπλικά συστήµατα από αυτές και όχι από τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ κυρίαρχα ή η Ρωσία σε δεύτερο πλάνο.

Πέραν αυτών, σε ένα θεωρητικό επίπεδο οι επονοµαζόµενοι «φεντεραλιστές», που προσέβλεπαν, ιδιαίτερα σε προηγούµενες δεκαετίες, όταν όλα αυτά ακούγονταν κάπως «ροµαντικά», στις Ηνωµένες Πολιτείες της Ευρώπης, όπου όλοι θα µιλούσαν γερµανικά, µε δεύτερη γλώσσα τα αγγλικά και τρίτη τα γαλλικά, θα αποτελούσαν έναν πόλο ισχύος ανάµεσα στις υπερδυνάµεις, που θα καθόριζε µε τις επιλογές του το «power game» της παγκόσµιας ισχύος.

Η πρωτεύουσα και η ιθύνουσα τάξη αυτής της Ευρώπης θα βρισκόταν φυσικά στο Βερολίνο, µε συµπρωτεύουσα το Παρίσι. Η παρουσία των Βρετανών στην Ενωση υπήρξε µέχρι πρότινος, που αποχώρησαν, η ασφαλιστική δικλίδα ότι τέτοιες εξελίξεις δεν θα µπορούσαν να προχωρήσουν.

Ταυτόχρονα, η οικονοµική κρίση που ξεκίνησε περίπου προ δεκαετίας απέδειξε ότι η Ευρώπη δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως Ενωση ούτε στα δηµοσιονοµικά - οικονοµικά, αφού απεδείχθη ότι η λειτουργία σε µια παγκόσµια κρίση εξελίχθηκε ως «γερµανική υπόθεση» και µόνον.

Παράλληλα, οι κρίσεις µε τη διεθνή τροµοκρατία (τζιχάντ) και το Μεταναστευτικό, αλλά και η διαχείριση της πανδηµίας του COVID-19 την τελευταία διετία κονιορτοποίησαν το κύρος και τη φήµη της παχυλά αµειβόµενης ανώτερης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, προκαλώντας σηµαντικά νέα ρήγµατα στη συνοχή της Ενωσης.

Στην παρούσα πλέον φάση η τριµερής, αιφνιδιαστική συµφωνία AUKUS (Αυστραλίας, Ηνωµένου Βασιλείου, ΗΠΑ) δηµιούργησε σηµαντικά προβλήµατα προφίλ και κύρους στη Γαλλία (κύρια σύµµαχος Ελλάδας - Κύπρου σε διµερές επίπεδο) και ανοµολόγητη «βαθιά αµηχανία» στη Γερµανία, σε συνάρτηση όχι µόνον µε τις εµπορικές σχέσεις µε την Κίνα, αλλά και µε την αρχιτεκτονική της διεθνούς ισχύος.

Η φιλολογία για τη συγκρότηση ευρωστρατού επανήλθε ως πρώτη αντίδραση και συµπαρασύρει σε δηλώσεις και συζητήσεις και χώρες όπως η Ελλάδα, που κανένα συµφέρον δεν θα είχαν από τη συγκρότηση µιας τέτοιας γερµανοκρατούµενης δοµής.

Διότι θα πρέπει να θέσει τις στρατιωτικές δυνάµεις της υπό ξένες εντολές -γερµανική διοίκηση βλέπει το Βερολίνο-, τους εξοπλισµούς που έχει αγοράσει µε θυσίες από τον εθνικό προϋπολογισµό προς διάθεση στις βιοµηχανικές χώρες που της τους πούλησαν και τα συµφέροντά της, και σε αυτό το επίπεδο, στις «µεγάλες δυνάµεις» της Κεντρικής Ευρώπης και τους συσχετισµούς τους.

Οπως στη Γερµανία, που είναι για αιώνες στρατηγικοί σύµµαχοι µε την προβληµατική γείτονα Τουρκία.