Δύο ημέρες πριν από τις δημοτικές εκλογές στην Αλβανία, το καθεστώς Ράμα με κατηγορίες πολιτικού περιεχομένου περί εξαγοράς ψήφων συνέλαβε τον ομογενή Φρέντι Μπελέρη και τον έθεσε υπό κράτηση.

Ο στόχος εμφανής: Το «φαβορί» στις προβλέψεις για τον Δήμο Χειμάρρας να βρεθεί εκτός της «κούρσας» και να δημιουργηθεί αποσυντονισμός στην εκλογική διαδικασία και την οργάνωση του συνδυασμού, για να ανατραπεί το αποτέλεσμα. Όπως ήταν φανερό, θα ακολουθούσε ένα κλίμα τρομοκρατίας στην περιοχή, πιέσεις στους ψηφοφόρους και τελικά, και με κάποια παρέμβαση στις κάλπες, θα προέκυπτε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα από το αναμενόμενο.

Τι συνέβη; Η αντίδραση της συνήθως αδιάφορης, ασυντόνιστης και απόμακρης Αθήνας υπήρξε άμεση και συνεκτική. Διαβήματα από τα υπουργεία Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, κλιμάκωση εντός των πρώτων ωρών σε επίπεδο πρωθυπουργού, όχι μόνον προς την Αλβανία και τον Ράμα, αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση σε υψηλότατο επίπεδο. Διάχυση της πληροφορίας από τα μίντια και διεθνοποίηση του θέματος. Εντός ελάχιστου χρόνου στη συνέχεια, νέα παρέμβαση σε αποφασιστικό ύφος από τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, με την ευκαιρία της διακαναλικής συνέντευξης, με υπόμνηση στην αλβανική πλευρά για το τι απώλειες στήριξης μπορεί να έχει η συμπεριφορά της σε σχέση με τα εθνικά της συμφέροντα και προτεραιότητες.

Αποτέλεσμα: Ακόμη και με τον Μπελέρη να παραμένει υπό κράτηση, η εκλογική διαδικασία συνεχίσθηκε, έστω σε συνθήκες εύλογης έντασης, η νοθεία στο τελικό στάδιο δεν επιχειρήθηκε και ο Φρέντι Μπελέρης εκλέχθηκε δήμαρχος Χειμάρρας. Τέθηκαν σχετικά δημοσιογραφικά ερωτήματα προς την επικεφαλής της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν, και τον επίτροπο Εξωτερικών Υποθέσεων, Σαρλ Μισέλ, όχι... κάποτε αλλά χθες, την πρώτη εργάσιμη ημέρα στις Βρυξέλλες μετά τις δραματικές εξελίξεις. Ο επίτροπος μίλησε για την εκλογή Μπελέρη και η επικεφαλής της Κομισιόν προεξόφλησε (sic) την απελευθέρωση του νέου δημάρχου Χειμάρρας. Και οι δύο μίλησαν για την ενημέρωση και τη διαμαρτυρία του Έλληνα πρωθυπουργού, υπενθυμίζοντας εμμέσως στην αλβανική κυβέρνηση τους κανόνες που πρέπει να ακολουθεί ως προς τη λειτουργία της Δημοκρατίας μία προς ένταξη χώρα.

Σημειωτέον ότι από ελληνικής πλευράς δεν υπήρξε ο συνήθης παραληρηματικός «εθνικισμός» της μιζέριας, οι γνωστές ατυχείς διαπιστώσεις περί «ανάδελφου έθνους» και η ανάγκη στρατιωτικών επιχειρήσεων, της άποψης Βελόπουλου, για παράδειγμα. Η διπλωματία κινήθηκε από την πλευρά μας με τον αποφασιστικό και μεθοδικό τρόπο του κυβερνητισμού Μητσοτάκη, φέρνοντας αποτέλεσμα διά της ισχύος και της θεσμικής επιρροής ενός παλαιού μέλους της Ένωσης στην Ευρώπη, με στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και ειδικό, εποικοδομητικό ρόλο στις περιοχές και τους συσχετισμούς της Ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής. Ενώ εξελισσόταν το «μπρα ντε φερ» με την Αλβανία, με ευθύνη των Τιράνων, στην Τουρκία ο Τ. Ερντογάν κατόρθωνε να φέρει ανατροπή στην ασφυκτική δυτική επιρροή υπέρ της συμμαχίας υπό τον Κιλιτσντάρογλου και να διαψεύσει τις προβλέψεις των δυτικών μίντια, αποκτώντας κυριαρχικό πλεονέκτημα για τις επαναληπτικές εκλογές στις 28 Μαΐου.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, και σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις του πρωθυπουργού δεν νιώθει εκτεθειμένη απέναντι σε αυτή την ανατροπή. Έχει κρατήσει ίσες αποστάσεις και έχει εκδηλώσει τις προθέσεις της για το μέλλον. Θετικοί στον διάλογο, αλλά όχι αφελείς. Και στο επίπεδο αυτό θα χρειασθεί συγκροτημένη προετοιμασία και σαφείς θέσεις, όποια και αν είναι η συγκυρία που θα διαμορφωθεί.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 16/5