Στην Ελλάδα οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστές συνηθίζουν να διατηρούν χαμηλό προφίλ. Συνήθως συναντιούνται κατά καιρούς μέσω των θεσμικών τους οργάνων, του ΣΕΒ και της Ένωσης των Εφοπλιστών (ΕΕΕ), με τον πρωθυπουργό, μιλάνε συνήθως «αόρατα» με τους αρμόδιους υπουργούς για τα ζητήματα του κλάδου τους και τις σημειώσεις τους σε διάφορα νομοσχέδια, ενώ οι απόψεις και οι προσεγγίσεις τους δημοσιοποιούνται συνήθως μέσα από τη συμμετοχή τους σε εξειδικευμένα συνέδρια και τον οικονομικό Τύπο.

Σε γενικές γραμμές δηλαδή εντελώς άσχετα με τα ειωθότα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η συμβολή των πλέον κατάλληλων και έμπειρων στα ζητήματα οικονομίας και παραγωγής, από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, ούτε προβάλλεται ούτε επηρεάζει δομικά όπως πρέπει τον δημόσιο διάλογο. Σημειωτέον ότι παγκοσμίως αλλά ειδικά στη Δύση ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού βρισκόμαστε, ύστερα από τέσσερις δεκαετίες, σε τροχιά «εθνικοποίησης» των βιομηχανιών και ανασυγκρότησης στη βάση των «εργαλείων» των νέων τεχνολογιών και της «πράσινης» οικονομίας.

Σε αντίθεση με τα συνήθη προ ελάχιστων 24ώρων ο ΣΕΒ προχώρησε σε πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για τη στρατηγική της βιομηχανίας και τον προσανατολισμό της. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα «ραβασάκι» απολύτως αντιληπτό ως προς τις προτάσεις του και καθόλου φλύαρο αφού αυτές είναι επτά, προς όλες τις κατευθύνσεις και όχι μόνον την κυβέρνηση. Διατρέχοντας αυτές τις προτάσεις στο γενικό πλαίσιο της κατεύθυνσης της οικονομίας, μένουμε σε κάποια σημεία που μπορούν να καθορίσουν την πορεία της χώρας.

Για παράδειγμα, σε κάθε περιφερειακή ενότητα (13 είναι στο σύνολο της επικράτειας) να διαμορφωθεί, όπως λένε οι βιομήχανοι, μια επενδυτική ζώνη όπου θα δέχεται επενδύσεις και παραγωγικές μονάδες σε τομείς όπως αυτούς που προτείνουν: ημιαγωγοί, έξυπνα υλικά, βιοτεχνολογία, πράσινες τεχνολογίες. Φυσικά κάθε τέτοια ζώνη μπορεί να φιλοξενεί και πιο παραδοσιακές μορφές παραγωγής, αλλά παίζει ρόλο το πού θα δίδεται η «έμφαση».

Στις ζώνες αυτές δεν προτείνεται ειδικό εργασιακό καθεστώς, όπως υπήρχαν ανησυχίες την εποχή των μνημονίων, αλλά ειδικές ρυθμίσεις αδειοδότησης, φορολογίας, ανάπτυξης υποδομών, που να παρακάμπτουν τη γραφειοκρατία και τις συνήθεις αγκυλώσεις. Τι θα σήμαιναν αυτές οι ζώνες; Αποκέντρωση, αφού θα διαμορφώνονταν σε όλη την Ελλάδα, και εκβιομηχάνιση στη βάση των σύγχρονων τεχνολογιών που είναι αναγκαία η ανάπτυξή τους. Οι βιομήχανοι εξάλλου υποστηρίζουν τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων με στόχο μεγαλύτερη καινοτομία, εξωστρέφεια και διεθνή ανταγωνιστικότητα στο κόστος παραγωγής. Άρα συγχωνεύσεις επιχειρήσεων ομοειδών και συγκέντρωση κεφαλαίων κίνησης, ταυτόχρονα με τη διαμόρφωση πιο ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απορρόφηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων στήριξης αλλά και επένδυσης από τα ιδιωτικά κεφάλαια συμμετοχής των διεθνών funds.

Κρίσιμο σημείο των προτάσεών τους είναι η κατάρτιση νέων και ανέργων για να στηριχθεί, επίσης, παραγωγικά η αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, έχουμε τα ευρωπαϊκά προγράμματα κατάρτισης, που με την οριζόντια κατεύθυνση και τα προγράμματα σπουδών που έχουν λειτουργούν περισσότερο ως συμπλήρωμα στις επιδοματικές πολιτικές παρά προς όφελος της παραγωγής και της αγοράς εργασίας.

Αν ακολουθηθεί το μοντέλο που προτείνουν οι βιομήχανοι, θα υπάρξει εξειδικευμένη γνώση μέσω συγκεκριμένων ειδικοτήτων που έχει ανάγκη η αγορά, και αν μάλιστα η εκπαίδευση αυτή συνδυασθεί με προγράμματα των εταιρειών, όπως αυτά για τους νέους μηχανικούς, θα μιλήσουμε για αλλαγή εικόνας στην αγορά εργασίας. Σημαντική, όμως, δομικά και λειτουργικά είναι και η πρόταση για τη δημιουργία μόνιμου μηχανισμού μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που θα «τρέξει» αυτή τη στρατηγική. Στόχος η μείωση της γραφειοκρατίας αλλά και ο συντονισμός του «επιτελικού κράτους» της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τους ίδιους τους φορείς της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας.

Αν δεχθούμε ότι η Ελλάδα χρειάζεται παραγωγικό κεφάλαιο και όχι μεταπρατικό, να η ευκαιρία!