Ο κ. Γ. Φλωρίδης, υπουργός ∆ικαιοσύνης, δεν είναι φασίστας. Ούτε καν δεξιός. Είναι σοσιαλδηµοκράτης. Ταυτόχρονα είναι ένας πολιτικός αλλά και άνθρωπος νοµικής παιδείας, που πιστεύει ότι ο νόµος και η ∆ικαιοσύνη πρέπει να λειτουργούν αποδοτικά και εµπρόθεσµα προκειµένου να διασφαλίζεται θεσµικά η λειτουργία της ∆ηµοκρατίας και η ευταξία. Ο Γ. Φλωρίδης, λένε κάποιοι, όχι χωρίς δεύτερες σκέψεις, έχει µια εµµονή από το παρελθόν σε µια ριζική µεταρρύθµιση ως προς τη λειτουργία των δικαστηρίων αλλά και ως προς την εκτέλεση των ποινών. Στην κατεύθυνση αυτή προσπάθησε κατά το παρελθόν. Σήµερα όµως τα δεδοµένα είναι διαφορετικά.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δεν τον επέλεξε τυχαία για να αναλάβει το υπουργείο ∆ικαιοσύνης της χώρας. Γνώριζε τις προσεγγίσεις του και την αφοσίωσή του στην αναγκαιότητα σηµαντικής µεταρρύθµισης στη ∆ικαιοσύνη. Σε δύο επίπεδα. Πρώτον, να εκτελούνται οι ποινές και όχι απλώς να αναγγέλλονται στο τέλος µιας ακροαµατικής διαδικασίας. ∆εύτερον, να εξελίσσονται οι δίκες πλησίον του εγκλήµατος ή οι προσφυγές πλησίον της αίτησης που υποβάλλεται από τους ενδιαφερόµενους. Το πρώτο συνίσταται στο να λειτουργεί η έννοµη τάξη. Με αξιοπιστία και απόδοση δικαιοσύνης. Αποκλείοντας δηλαδή την ενστικτώδη διάθεση περί αυτοδικίας προκειµένου να υπάρξει δικαιοσύνη απέναντι σε ένα έγκληµα. Το δεύτερο επίπεδο συνδέεται άµεσα και µε την ευκαιρία που θα έχει η Ελλάδα να δεχθεί ξένες ή εγχώριες επενδύσεις ή και να θεωρούνται ασφαλή και ρεαλιστικά τα business plans σε περίπτωση προσφυγών ή ενστάσεων. Τις προηγούµενες ηµέρες συζητήθηκε σε υψηλή ένταση το σχετικό νοµοσχέδιο, µε τα παραπάνω ζητούµενα, που έφερε στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση το υπουργείο ∆ικαιοσύνης και ο πολιτικός προϊστάµενος κ. Φλωρίδης. Παρά το γενικότερο ισχυρό κλίµα συναίνεσης σε αυτό που διαχέεται στην κοινωνία, στη Βουλή σύσσωµη η αριστερή αντιπολίτευση µίλησε για αυταρχισµό, αυθαιρεσία και έλλειµµα συναίνεσης σχετικά. Από την πλευρά της η κυβέρνηση, διά της παρουσίας Φλωρίδη, έδειξε αποφασιστικότητα, αρτιότητα επιχειρηµάτων, σταθερότητα προθέσεων και απόψεων, αλλά και ευελιξία προσαρµογών. Η αντιπολίτευση στηριζόταν σε επιχειρήµατα του τύπου ότι δεν προηγήθηκε νοµοπαρασκευαστική επιτροπή, ότι δεν υφίσταται συναίνεση µερίδας δικαστών και ειδικά δικηγόρων και ούτως καθεξής. Είναι η περίπτωση όπου κατεστηµένα αρνούνται µεταρρυθµίσεις και αλλαγές στο πλαίσιο, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους συµφέρει ή διαφοροποιείται ενδεχοµένως η κανονικότητά τους.

Οι απαντήσεις, ο σχολιασµός και οι θέσεις Φλωρίδη δεν άφησαν περιθώρια για παρεξηγήσεις, ασάφειες και άγνοια των προβληµατικών δεδοµένων. Ουσιαστικά ο υπουργός θύµισε στον ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγµα τις δικές του κυβερνητικές επιλογές, όταν διαµόρφωσε έναν ποινικό κώδικα και µια δικονοµία που ουσιαστικά επέτρεψε στο βαρύ έγκληµα αλλά και στους κάθε τύπου εγκληµατίες της καθηµερινότητας να διαφύγουν των ευθυνών τους, να µην εκτίσουν ποινές που τους επιβλήθηκαν και τελικά να δικαιωθούν για την εγκληµατική συµπεριφορά τους µέσω της ατιµωρησίας. Η νοµοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ σηµειωτέον δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά ήρθε σαν συνέχεια µακράς νοµοπαρασκευαστικής περιόδου µε πολλούς επώνυµους συµµετέχοντες, όχι µόνον πολιτικούς, όπου ισχυροποιήθηκαν απόψεις και νοµικές προσεγγίσεις δικηγορικών γραφείων και ΜΚΟ που εξυπηρέτησαν πελάτες τους και τον τρόπο υπεράσπισης εγκληµατιών ώστε να διαφύγουν των ευθυνών τους, έναντι αδράς αµοιβής φυσικά. Και µπορεί ο Αλ. Τσίπρας να ολοκλήρωσε το χάος µε την επιλογή του καθηγητή Παρασκευόπουλου -µε την πανεπιστηµιακή εµµονική προσέγγιση ενάντια στις φυλακές- για την ηγεσία του υπουργείου ∆ικαιοσύνης, αλλά όλα είχαν προδιαγραφεί από τους νοµικούς που συµµετείχαν για χρόνια στις νοµοπαρασκευαστικές επιτροπές.

Με τη νέα νοµοθεσία οι στόχοι που υπηρετούνται είναι συγκεκριµένοι: οι εγκληµατίες να πηγαίνουν φυλακή και τα δικαστήρια να δικάζουν (βαθµηδόν) στην ώρα τους…

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»