Είναι σταθερή και επίµονη η προσπάθεια του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και φυσικά του υπουργείου ∆ικαιοσύνης να λύσουν ένα χρονίζον ζήτηµα που καθορίζει την κατάσταση και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα: τη λειτουργία των δικαστηρίων. Έτσι ώστε οι υποθέσεις να φθάνουν σε εύλογο διάστηµα στο ακροατήριο και να υπάρχουν αποφάσεις. Το πρόβληµα της λειτουργίας των δικαστηρίων σε κάθε τύπου υποθέσεις, από τις αστικές και τις εµπορικές, τις ποινικές, µέχρι και αυτές τις προσφυγές στο Συµβούλιο της Επικρατείας, δεν ξεκίνησε χθες. Ούτε καν τη µακρά περίοδο των µνηµονίων, όπως πολλοί θα πίστευαν. Αλλά προηγούµενες δεκαετίες, ως αποτέλεσµα σειράς λανθασµένων πολιτικών αποφάσεων και ατυχών εκσυγχρονιστικών διατάξεων. Το όλο θέµα γιγαντώθηκε µε το πέρασµα του χρόνου, µε τις εκκρεµείς υποθέσεις να σωρεύονται και να δηµιουργούν έλλειµµα εµπιστοσύνης στη λειτουργία της ∆ικαιοσύνης στο πρακτικό επίπεδο και πολύ µεγαλύτερη διαφθορά. Παιχνίδια εκκρεµοδικίας, παραδικαστικά κυκλώµατα, παιχνίδια ισχυρών πελατών και παρεµβατικών δικηγορικών εταιρειών. Υπήρξαν δεκαετίες που µεγάλα δικηγορικά γραφεία, µε αξιοσηµείωτες προσβάσεις στα κόµµατα και τις κυβερνήσεις, έφτιαχναν τους νόµους για λογαριασµό της εκτελεστικής εξουσίας, λαµβάνοντας υπόψη συµφέροντα και συσχετισµούς µεγάλων πελατών τους. Στη συνέχεια, στη βάση µιας ανεπαρκούς ως προς τη λειτουργία της σε προσωπικό και µέσα τακτική ∆ικαιοσύνη, πετύχαιναν παραγραφές, κακοδικίες αλλά και αναβολές µε ορίζοντα δεκαετιών, ώστε να βολέψουν οι συνθήκες εκδίκασης αλλά και οι συνθέσεις των δικαστηρίων, οι οποίες, και αυτές, συµφωνούνταν στο παρασκήνιο. Ακριβώς επειδή µιλάµε για δεκαετίες συνεχούς αποσάθρωσης και αποσυντονισµού, το όλο πρόβληµα κατέληξε να χαρακτηρίζει τη χώρα και πέραν των άλλων να την αποκλείει, ή τουλάχιστον να την περιορίζει ως προς τις ξένες ή τις εγχώριες επενδύσεις. ∆εν είναι καθόλου τυχαίο ότι την τελευταία δεκαετία πλέον και µε έµφαση στην έξοδο από τη µνηµονική επιτήρηση ετέθη το θέµα ως κριτήριο αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους σε σχέση µε την αναβάθµιση της επενδυτικής βαθµίδας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από την αφετηρία της δεύτερης θητείας της, έθεσε το ζήτηµα της λειτουργίας των δικαστηρίων όλων των επιπέδων ως βασική προτεραιότητα. Και πράγµατι, µε σειρά νοµοθετηµάτων που ήδη ψηφίζονται στο Κοινοβούλιο, η κατάσταση αλλάζει θεαµατικά. Κοντά στη λειτουργία των δικαστηρίων και τη δικονοµία, προτεραιότητα δόθηκε και στην εφαρµογή των ποινών, αλλά και την αυστηριοποίηση προς το εύλογο του Ποινικού Κώδικα. Στην παρούσα πλέον φάση, υπό την πολιτική ηγεσία του Γιώργου Φλωρίδη στο υπουργείο ∆ικαιοσύνης, προωθείται και νοµοσχέδιο για την αναβάθµιση της λειτουργίας και του Συµβουλίου της Επικρατείας. Και στην περίπτωση αυτή θα αξιοποιηθούν και νεότεροι δικαστές αλλά και η κάθε υπόθεση θα χρεώνεται σε συγκεκριµένο δικαστή, που θα την παρακολουθεί από την αρχή µέχρι το τέλος, ώστε να δοθεί µια λύση στις 11.000 εκκρεµείς υποθέσεις, χωρίς να σωρευθούν νέες. Σε όλα τα επίπεδα της τακτικής ∆ικαιοσύνης δοµική διαδικαστική εµπλοκή προκύπτει από το δικαίωµα σε πολλαπλές αναβολές, που για διάφορους και διαφορετικούς λόγους προβλέπονται.

Με επόµενο νοµοσχέδιο που θα παρουσιασθεί πριν από τον Μάιο, σύµφωνα µε τον κεντρικό προγραµµατισµό της κυβέρνησης, σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας των δικαστηρίων θα έχει επιτευχθεί ένα άλµα λειτουργικότητας και αξιοπιστίας που σε αναλογία θα µπορούσε να συσχετισθεί µε την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του κράτους προς τους πολίτες εν µέσω πανδηµίας και µετά. Η αµφισβήτηση που δέχεται η Ελλάδα ως προς το κράτος δικαίου της από µια σύµπραξη κύκλων παλιών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ που διατηρούν την ενάργειά τους και στην εποχή Κασσελάκη, των κύκλων των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, όπου επιχειρεί η ηγετική οµάδα Ανδρουλάκη από το ΠΑΣΟΚ, και διαφόρων αξιωµατούχων στις δικαστικές υπηρεσίες της Κοµισιόν ή το Ευρωκοινοβούλιο, θα απαντηθούν µε τον πλέον αποτελεσµατικό και σαφή τρόπο µε την αναβαθµισµένη λειτουργία των δικαστηρίων που επιτυγχάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.