Η σοκαριστική δολοφονία της 28χρονης Κυριακής στους Αγίους Αναργύρους δηµιουργεί βάση προβληµατισµού για δύο διαφορετικά τελικά θέµατα. Το ένα είναι τα φαινόµενα ενδοοικογενειακής βίας που αυξάνονται τροµακτικά και δεν σχετίζονται στενά µόνο µε την Αστυνοµία και τα σχετικά πρωτόκολλα. Ούτε θα ανασχεθούν µε την παραπλανητική ουσιαστικά τυπολογία να χαρακτηρισθεί η δολοφονία γυναίκας από τον άντρα ή σύντροφό της µε τον όρο «γυναικοκτονία».

Το δεύτερο θέµα που εγείρει η εν λόγω σοκαριστική δολοφονία σχετίζεται µε τη διάρθρωση και τη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνοµίας. Ξεκινά από πόσα άτοµα και ποιας εµπειρίας και εκπαίδευσης βρίσκονταν στο συγκεκριµένο τµήµα την ώρα που εισήλθε σε αυτό η 28χρονη Κυριακή επιζητώντας προστασία. Απλώνεται στο πόσα τµήµατα λειτουργούν στη συγκεκριµένη µαζική ευρύτερη περιοχή. Εξελίσσεται σε γενικότερη συζήτηση για την κατανοµή και παρουσία των αστυνοµικών δυνάµεων όλων των τύπων και ειδικοτήτων στο Λεκανοπέδιο ή στη Θεσσαλονίκη. Καταλήγει στη διάρθρωση της Αστυνοµίας συνολικά στη χώρα.

Η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούργια. Ούτε πρωτότυπη. Κάθε τόσο και µε διάφορες και διαφορετικές αφορµές επανέρχεται στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο, γίνονται ποικίλες εξαγγελίες, προβάλλονται δεσµεύσεις, κυριαρχεί η αντιδικία κυβέρνησης (της εκάστοτε κυβέρνησης) µε την αντιπολίτευση και τελικά η ένταση αποκλιµακώνεται µέχρι την επόµενη αφορµή που θα την επαναφέρει. Οι συνδικαλιστές των σωµατείων αστυνοµικών και εκείνοι των ειδικών φρουρών µονίµως θέτουν ζήτηµα αύξησης του προσωπικού ως λύση.

Τα ευρωπαϊκά στατιστικά όµως δείχνουν ότι η Ελλάδα µαζί µε την Κύπρο έχουν τους περισσότερους αστυνοµικούς κατ’ αναλογία πληθυσµού στην Ένωση. Η εικόνα στην πραγµατικότητα είναι αναστραµµένη αν λάβουµε υπόψη µας ότι για παράδειγµα το συγκεκριµένο υποστελεχωµένο τµήµα στους Αγίους Αναργύρους καλύπτει τις ανάγκες ασφάλειας και αστυνοµικής υπηρεσίας 61.000 κατοίκων. Η αναλογία αυτή δεν είναι τοπική αλλά αντιπροσωπευτική των συνθηκών που επικρατούν στο λεκανοπέδιο Αττικής και στη Θεσσαλονίκη.

Μιλώντας µε τους έµπειρους της Αστυνοµίας, τα προβλήµατα του σώµατος επικεντρώνονται σε τρία πεδία: διάρθρωση, εκπαίδευση και διαφθορά. Και τα τρία χαρακτηρίζονται δοµικά και χρονίζοντα. Ας µείνουµε στη διάρθρωση, πριν επεκταθεί το πολιτικό (µικροκοµµατικό) «γαϊτανάκι» µε τις ευθύνες Χρυσοχοΐδη και άλλα ανόητα. Ο αριθµός των Ελλήνων αστυνοµικών και ειδικών φρουρών είναι ογκώδης. Ξεπερνά τις 50.000. Η κατανοµή τους όµως στην ανάληψη υπηρεσίας είναι απολύτως δυσαρµονική.

Αιτία είναι ότι χιλιάδες από αυτούς απασχολούνται στη φύλαξη «υψηλών προσώπων» και «απειλούµενων» από την τροµοκρατία και το έγκληµα. Κυβερνητικοί και πολιτειακοί παράγοντες, πολιτικοί, δικαστές, αξιωµατούχοι, απόστρατοι, επιχειρηµατίες, «τυχάρπαστοι» µεταπράτες. ∆εν είναι µόνον η ποικιλία των στόχων που φυλάσσονται αλλά και ο όγκος των αστυνοµικών που προβλέπεται. Πέραν αυτού, διαρθρωτικό είναι το πρόβληµα του δικαιώµατος των αστυνοµικών, στη βάση µοριοδότησης, έπειτα από εύλογο χρονικό διάστηµα να υπηρετούν στον τόπο καταγωγής τους, αρκεί να υπάρχει προβλεπόµενη οργανική θέση κενή. Οι περισσότεροι κατάγονται από την περιφέρεια. Αποτέλεσµα οι οργανικές θέσεις εκεί είναι υπερπλήρεις. Στο Λεκανοπέδιο και στη Θεσσαλονίκη οι κεντρικές υπηρεσίες και πολύ περισσότερο τα αστυνοµικά τµήµατα ερηµώνουν. Η αναλογία πληθυσµού είναι ανάστροφη. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών συνωθείται στο Λεκανοπέδιο και στη Θεσσαλονίκη.

Αν θέλουµε να είµαστε ρεαλιστές, καµία κυβέρνηση, παρά τις επαναλαµβανόµενες εξαγγελίες, δεν θα αναλάβει το πολιτικό κόστος να περιορίσει δραστικά τους απασχολούµενους αστυνοµικούς στους «στόχους» των ειδικών προνοµίων και πολύ περισσότερο τη γελοία «ρουσφετολογικά» διάταξη της υπηρεσίας αστυνοµικών στον τόπο καταγωγής τους. Οι αστυνοµικοί θα πρέπει να καλύπτουν θέσεις σύµφωνα µε τις ανάγκες της υπηρεσίας και µόνο στο τελευταίο πόστο πριν από τη σύνταξη να έχουν προνόµιο να υπηρετούν κοντά στον τόπο καταγωγής τους. Ας πάει το θέµα στο Κοινοβούλιο µέσω της αρµόδιας επιτροπής του και ας αποφασίσει µε συναίνεση το Κοινοβούλιο εν συνόλω για νέες ρυθµίσεις. Ας αναλάβει επιτέλους το Κοινοβούλιο την ευθύνη του…