Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε την ατµόσφαιρα
Άρθρο γνώμης
Ο πρωθυπουργός υπήρξε πολύ σαφής τόσο για τον χρόνο προσφυγής στις κάλπες όσο και για τις τυχόν τροποποιήσεις στον εκλογικό νόµο
Τους τελευταίους δυο µήνες κυριάρχησε στην Ελλάδα, περισσότερο στο παρασκήνιο παρά στο προσκήνιο, µια ατµόσφαιρα µε άρωµα πολιτικής ρευστότητας. Και δεν ήταν µόνον οι εξελίξεις και οι έντονες διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης µε επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ που συνέτειναν σε αυτό.
Ήταν και τα µηνύµατα που εξέπεµπε η κυβέρνηση, και ειδικά το πρωθυπουργικό περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίµου. Άλλοτε µε σενάρια πρόωρων εκλογών. Άλλοτε µε σχέδια αλλαγής του εκλογικού νόµου που θα ισχύσει στις επόµενες εκλογές. Για παράδειγµα, µε την αύξηση του ποσοστού εισόδου ενός κόµµατος στη Βουλή από το 3% στο 5%. Επίσης, µε τη µείωση του πήχυ της αυτοδυναµίας από το 39-40% στο 35-36%.
Παράλληλα, σωρεία δηµοσκοπήσεων σε µη εκλογικούς χρόνους, όπως οι παρόντες, που µεταφράζονταν ως κρίση αξιοπιστίας της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους. Και ενώ είναι γνωστό ότι οι δηµοσκοπήσεις, όταν δεν υπάρχουν στον ορίζοντα εκλογές, δείχνουν τα ποσοστά των κοµµάτων σε αποσυσπείρωση, την προηγουµένη περίοδο παρουσιάστηκαν αυτά ως κρίση εµπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Μπορεί και να έπαιζαν ρόλο ή τουλάχιστον να δηµιουργούσαν µεγαλύτερη αναταραχή οι δηλώσεις ή περισσότερο η αναµονή δηλώσεων και τοποθετήσεων των πρώην πρωθυπουργών Σαµαρά και Καραµανλή, συνήθως σε παρουσιάσεις βιβλίων.
Το κλίµα αυτό, αν και έωλο -αφού τίποτα το ουσιώδες πολιτικά και πολιτειακά δεν έπειθε ότι θα προκύψει κρίση νοµιµοποίησης για την κυβερνητική πλειοψηφία, από τις σελίδες των εφηµερίδων και τις παρασκηνιακές στήλες του διαδικτύου-, πέρασε και στους εκπροσώπους των διεθνών αγορών που παρακολουθούν συνεχώς τη χώρα µας όπως και όλες τις άλλες της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα έχει ως πολιτικό και επενδυτικό πλεονέκτηµα τη σταθερότητα στη διακυβέρνησή της, µε ορίζοντα µάλιστα την Άνοιξη του µακρινού 2027 έναντι των περισσοτέρων χωρών της ένωσης. Οι εξελίξεις όπως η διαγραφή Σαµαρά, ο σχολιασµός του Καραµανλή σχετικά µε αυτήν ή οι τυχόν κινήσεις ανεξαρτητοποίησης βουλευτών της Νέας ∆ηµοκρατίας, πέραν της εκτός έλεγχου κινητικότητας στην Κεντροαριστερά, συνέτειναν σε µια εικόνα πρόωρης διατάραξης της κανονικότητας στη χώρα. Απέναντι σε όλα αυτά τα σενάρια και το κλίµα που δηµιουργούσαν, ο πρωθυπουργός µέχρι και την Τρίτη το βράδυ υπήρξε σχετικά αποστασιοποιηµένος και σιωπηλός.
Υπήρξαν δηλώσεις καθησυχαστικές και σαφείς από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και κάποιους υπουργούς ή βουλευτές του κυβερνώντος κόµµατος, αλλά όλοι περίµεναν κάποια στιγµή που ο κ. Μητσοτάκης θα επέλεγε να τοποθετηθεί σχετικά.
Αυτό συνέβη, πριν καθορισθούν οι επιλογές του για τον επόµενο Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και πολύ πριν από την απόφασή του για αλλαγές στο κυβερνητικό και επιτελικό του σχήµα, ειδικά µετά τις εξελίξεις που φέρνει µαζί της η εποχή Τραµπ. Ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε πολύ σαφής τόσο ως προς τον χρόνο των εκλογών όσο και ως προς τυχόν τροποποιήσεις στον εκλογικό νόµο. Ουσιαστικά έκλεισε τα ζητήµατα. Συγκεκριµένα για τις αλλαγές στον εκλογικό νόµο στην τηλεοπτική συνέντευξη στον Alpha και τον συνάδελφο κ. Σρόιτερ είπε: «∆εν έχω καµία πρόθεση να κατεβάσω τον πήχυ της αυτοδυναµίας. Το εκλογικό σύστηµα είναι αυτό το οποίο έχουµε. Το πλαφόν εισόδου στη Βουλή είναι το 3%.
Το µπόνους καθορίζεται όπως καθορίζεται αυτή τη στιγµή µε το εκλογικό σύστηµα, και µε αυτό θα πάµε στις εκλογές του 2027. Είµαι ο τελευταίος ο οποίος, για να βελτιώσει ενδεχοµένως τις πιθανότητες να κερδίσουµε µια ακόµη εκλογή, θα πειραµατιστεί µε αυτό αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού». Επίσης για τα σενάρια πρόωρης προσφυγής στις κάλπες υπογράµµισε: «Έχουµε µια σταθερή κυβέρνηση µε ορίζοντα τετραετίας µε ισχυρή λαϊκή εντολή, που, θεωρώ, κρατάει γερά το τιµόνι της χώρας.
Οποιαδήποτε συζήτηση µπορεί να παραπέµπει σε ενδεχόµενη αποσταθεροποίηση της χώρας µε σκέψεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες απορρίπτεται κάθετα, οριζόντια και διαγώνια από εµένα». Η κανονικότητα στη χώρα τουτέστιν είναι εδώ…
Ήταν και τα µηνύµατα που εξέπεµπε η κυβέρνηση, και ειδικά το πρωθυπουργικό περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίµου. Άλλοτε µε σενάρια πρόωρων εκλογών. Άλλοτε µε σχέδια αλλαγής του εκλογικού νόµου που θα ισχύσει στις επόµενες εκλογές. Για παράδειγµα, µε την αύξηση του ποσοστού εισόδου ενός κόµµατος στη Βουλή από το 3% στο 5%. Επίσης, µε τη µείωση του πήχυ της αυτοδυναµίας από το 39-40% στο 35-36%.
Παράλληλα, σωρεία δηµοσκοπήσεων σε µη εκλογικούς χρόνους, όπως οι παρόντες, που µεταφράζονταν ως κρίση αξιοπιστίας της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους. Και ενώ είναι γνωστό ότι οι δηµοσκοπήσεις, όταν δεν υπάρχουν στον ορίζοντα εκλογές, δείχνουν τα ποσοστά των κοµµάτων σε αποσυσπείρωση, την προηγουµένη περίοδο παρουσιάστηκαν αυτά ως κρίση εµπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Μπορεί και να έπαιζαν ρόλο ή τουλάχιστον να δηµιουργούσαν µεγαλύτερη αναταραχή οι δηλώσεις ή περισσότερο η αναµονή δηλώσεων και τοποθετήσεων των πρώην πρωθυπουργών Σαµαρά και Καραµανλή, συνήθως σε παρουσιάσεις βιβλίων.
Το κλίµα αυτό, αν και έωλο -αφού τίποτα το ουσιώδες πολιτικά και πολιτειακά δεν έπειθε ότι θα προκύψει κρίση νοµιµοποίησης για την κυβερνητική πλειοψηφία, από τις σελίδες των εφηµερίδων και τις παρασκηνιακές στήλες του διαδικτύου-, πέρασε και στους εκπροσώπους των διεθνών αγορών που παρακολουθούν συνεχώς τη χώρα µας όπως και όλες τις άλλες της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα έχει ως πολιτικό και επενδυτικό πλεονέκτηµα τη σταθερότητα στη διακυβέρνησή της, µε ορίζοντα µάλιστα την Άνοιξη του µακρινού 2027 έναντι των περισσοτέρων χωρών της ένωσης. Οι εξελίξεις όπως η διαγραφή Σαµαρά, ο σχολιασµός του Καραµανλή σχετικά µε αυτήν ή οι τυχόν κινήσεις ανεξαρτητοποίησης βουλευτών της Νέας ∆ηµοκρατίας, πέραν της εκτός έλεγχου κινητικότητας στην Κεντροαριστερά, συνέτειναν σε µια εικόνα πρόωρης διατάραξης της κανονικότητας στη χώρα. Απέναντι σε όλα αυτά τα σενάρια και το κλίµα που δηµιουργούσαν, ο πρωθυπουργός µέχρι και την Τρίτη το βράδυ υπήρξε σχετικά αποστασιοποιηµένος και σιωπηλός.
Υπήρξαν δηλώσεις καθησυχαστικές και σαφείς από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και κάποιους υπουργούς ή βουλευτές του κυβερνώντος κόµµατος, αλλά όλοι περίµεναν κάποια στιγµή που ο κ. Μητσοτάκης θα επέλεγε να τοποθετηθεί σχετικά.
Αυτό συνέβη, πριν καθορισθούν οι επιλογές του για τον επόµενο Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και πολύ πριν από την απόφασή του για αλλαγές στο κυβερνητικό και επιτελικό του σχήµα, ειδικά µετά τις εξελίξεις που φέρνει µαζί της η εποχή Τραµπ. Ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε πολύ σαφής τόσο ως προς τον χρόνο των εκλογών όσο και ως προς τυχόν τροποποιήσεις στον εκλογικό νόµο. Ουσιαστικά έκλεισε τα ζητήµατα. Συγκεκριµένα για τις αλλαγές στον εκλογικό νόµο στην τηλεοπτική συνέντευξη στον Alpha και τον συνάδελφο κ. Σρόιτερ είπε: «∆εν έχω καµία πρόθεση να κατεβάσω τον πήχυ της αυτοδυναµίας. Το εκλογικό σύστηµα είναι αυτό το οποίο έχουµε. Το πλαφόν εισόδου στη Βουλή είναι το 3%.
Το µπόνους καθορίζεται όπως καθορίζεται αυτή τη στιγµή µε το εκλογικό σύστηµα, και µε αυτό θα πάµε στις εκλογές του 2027. Είµαι ο τελευταίος ο οποίος, για να βελτιώσει ενδεχοµένως τις πιθανότητες να κερδίσουµε µια ακόµη εκλογή, θα πειραµατιστεί µε αυτό αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού». Επίσης για τα σενάρια πρόωρης προσφυγής στις κάλπες υπογράµµισε: «Έχουµε µια σταθερή κυβέρνηση µε ορίζοντα τετραετίας µε ισχυρή λαϊκή εντολή, που, θεωρώ, κρατάει γερά το τιµόνι της χώρας.
Οποιαδήποτε συζήτηση µπορεί να παραπέµπει σε ενδεχόµενη αποσταθεροποίηση της χώρας µε σκέψεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες απορρίπτεται κάθετα, οριζόντια και διαγώνια από εµένα». Η κανονικότητα στη χώρα τουτέστιν είναι εδώ…
*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή