Τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές η δημόσια συζήτηση έχει περιπλακεί στο θέμα των κυβερνήσεων συνασπισμού.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν έχει πιθανότητες ούτε αριθμητικές, στην περίπτωση μιας απόπειρας για «κυβέρνηση ηττημένων», ούτε πολιτικές, στην περίπτωση σύμπραξης Νέας Δημοκρατίας - ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, αφού, άλλωστε, οι διαξιφισμοί σε κρίσιμα θέματα μάλλον απόκλιση έφεραν στον εκλογικό κύκλο παρά προσεγγίσεις σε στρατηγικές. Ουσιαστικά, φθάνουμε στις κάλπες με μηδενικές πιθανότητες να υπάρξουν σχήματα κυβέρνησης συνασπισμού είτε στο Κέντρο είτε στην Αριστερά την επερχόμενη εβδομάδα των διερευνητικών εντολών.

Το ζητούμενο πριν και από τις εκλογές με απλή αναλογική είναι αυτοδύναμη κυβέρνηση σταθερή και με πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται η παγιωμένη κεντρική στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, σύμφωνα με την οποία είναι προφανές ότι όποια και αν είναι τα αποτελέσματα της Κυριακής θα χρειασθούν δεύτερες εκλογές με τη νέα ενισχυμένη αναλογική στις 2 Ιουλίου για να έχουμε κυβέρνηση πλειοψηφίας. Επίσης, δικαιώνεται από τους συσχετισμούς η στρατηγική επιλογή Τσίπρα, διατυπωμένη από το φθινόπωρο στη ΔΕΘ, περί άρνησης σε «κυβέρνηση ηττημένων», παρά τους τακτικισμούς των τελευταίων εβδομάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ για να δικαιολογήσει τη θέση του υπέρ της απλής αναλογικής για κυβερνήσεις ανοχής, ειδικού σκοπού και ούτω καθεξής.

Ήδη, όπως φαίνεται από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις αλλά και το γενικότερο πολιτικό κλίμα, οι πολίτες όχι μόνον επιδοκιμάζουν αυτή την προοπτική, αλλά συσπειρώνονται από τις πρώτες εκλογές όλο και περισσότερο στα δύο κεντρικά κόμματα διακυβέρνησης. Ένα σύστημα δικομματισμού με διακριτούς ρόλους προκύπτει. Τη ΝΔ που προηγείται με σαφήνεια για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ που κυριαρχεί, χωρίς αντίπαλο, στην αντιπολίτευση.

Είναι ήδη φανερό ότι τα μικρότερα κόμματα για διάφορους και διαφορετικούς λόγους τόσο στα δεξιά της ΝΔ όσο και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχουν προκαλέσει πολιτική «αυτοχειρία» στην εικόνα και την αξιαοπιστία τους, μην καταφέρνοντας να ανεβάσουν προεκλογικά τα ποσοστά τους ή να πείσουν για κάποιο νεωτερισμό με τις προτάσεις τους. Εξαιρείται το ΚΚΕ που δεσπόζει στην ελάσσονα αντιπολίτευση με την παραδοσιακή μονολιθικότητά του, έχοντας όμως κάνει μια ενδιαφέρουσα προεκλογική καμπάνια. «Νόμιμη» φαντάζει η φιλοδοξία του να αποτελέσει την τρίτη δύναμη σε αριθμό βουλευτών, απέναντι στον δικομματισμό, στο επόμενο Κοινοβούλιο, αλλά αυτό θα αποδειχθεί στις κάλπες. Μένει το ΠΑΣΟΚ, που σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές βρίσκεται σε πλήρη απορρύθμιση, με τα ποσοστά του να συρρικνώνονται κάτω από το 10%. Η «παρέα» Ανδρουλάκη, που συγκροτεί τη νέα ηγετική ομάδα, οδήγησε την εκλογική προοπτική του αξιοπρεπούς πολιτικού σχήματος επί Φώφης Γεννηματά στην Κεντροαριστερά σε αδιέξοδο.

Η θέση«ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας» για την πρωθυπουργία, αλλά κάποιος «άγνωστος Χ» της δικής τους επιλογής, καθόρισε τις εξελίξεις. Σήμερα πλέον το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με τη Νέα Δημοκρατία, σε εχθρική διάθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε απόλυτη άρνηση συσχετισμού με το ΜέΡΑ25 και σε ανταγωνισμό με το ΚΚΕ για την τρίτη θέση στις εκλογές. Μάλιστα, σε μια τελική ένδειξη υπεροψίας, χαρακτηρίζει την παρουσία του ως «εγγυητή» του εκσυγχρονισμού της χώρας, κρίσιμου παράγοντα νομιμοποίησης της όποιας κυβέρνησης, ευρωπαϊκής «σφραγίδας» για το μέλλον.

Ταιριάζει εδώ το γνωστό: Όταν κοιτάζεις επίμονα την άβυσσο, το έρεβος σε κοιτά και αυτό…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 18/5