«∆εν νοείται να µετέχουν αδιάκριτα στο ευρωπαϊκό εγχείρηµα χώρες που απειλούν άλλες χώρες και µάλιστα µέλη της ΕΕ, που δεν ασπάζονται τους ίδιους κανόνες δηµοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωµάτων. ∆εν µπορεί να υπερασπίσουµε την Ευρώπη αν ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών». Αυτή ήταν η δήλωση του υπουργού Αµύνης κ. ∆ένδια προσερχόµενου στο Συµβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ την Τρίτη. Αφορούσε την πρόθεση ευρωπαϊκών δυνάµεων, που έχει ήδη εκφρασθεί και διατυπωθεί συµβατικά µια ηµέρα πριν στο COREPER και σχετίζεται µε τη συµµετοχή της Τουρκίας στα προγράµµατα επανεξοπλισµού της Ευρώπης µέσα από τo πλαίσιο του «ReArm Europe» και «Safe».

Η γενική αντίληψη που επικρατεί στους κύκλους των «27», και σχολίασε σχετικά ο Έλληνας υπουργός, είναι ότι τρίτες χώρες και ειδικά η Τουρκία, όπως και η Νορβηγία ή Φιλανδία, θα µπορούν να συµµετάσχουν στις χρηµατοδοτήσεις αυτές, µε συµπαραγωγές µε ευρωπαϊκές χώρες και µάλιστα σε ποσοστό της τάξης του 35%. Ύστερα από παρέµβαση της Γαλλίας, το ποσοστό αυτό δείχνει ότι δεν θα ξεπεράσει στις τελικές ρυθµίσεις και αποφάσεις το 15%. Οι τελικές ρυθµίσεις προβλέπεται να ληφθούν στο Συµβούλιο Γενικών Υποθέσεων την ερχόµενη εβδοµάδα, µε την Ελλάδα και την Κύπρο να εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους για τη συµµετοχή της Τουρκίας χωρίς, όµως, αποτέλεσµα.

Η σχετική δήλωση του υπουργού Αµύνης της Ελλάδας δεν είναι µοναδική ή προσωπική. Ανάλογες τοποθετήσεις σε λίγο πρότερους χρόνους έχει ήδη διατυπώσει ο πρωθυπουργός και είναι προφανές ότι µέχρι την τελική ώρα η Ελλάδα σε κάθε ευκαιρία θα επιµένει σε αυτές τις θέσεις. Η δικαιολογητική βάση των τοποθετήσεων αυτών δείχνει αρχικά στέρεη. Αλλά οι Έλληνες επίσηµοι µπορεί εύκολα να βρεθούν ενόψει ερωτηµάτων που δύσκολα µπορεί να απαντηθούν. Για παράδειγµα, η Ελλάδα για δεκαετίες υποστηρίζει ότι η πιο στενή συνεργασία και σχέση της Τουρκίας µε την Ευρώπη θα αποτελούσε µια θετική εξέλιξη.

Στην παρούσα φάση η χώρα µας έχει κάθε λόγο και ισχυρά επιχειρήµατα να προβάλει αντιρρήσεις για την εµπλοκή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα και επί της ουσίας να τη χαρακτηρίζει «δούρειο ίππο»

Από διαφορετικές κυβερνήσεις της χώρας µας και σε διάφορες συγκυρίες είχε ενθαρρυνθεί η ενίσχυση της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας µε την Ευρώπη. Ή τουλάχιστον δεν είχε διατυπωθεί σε καµία περίπτωση το ενδεχόµενο να υπάρξει βέτο από την Ελλάδα σε µια τέτοια εξέλιξη. Αν, µάλιστα, ανατρέξουµε σε παλιότερες δεκαετίες πριν από το 2010, θα δούµε ότι αποτελούσε σοβαρό σκεπτικό από την πλευρά Ελλήνων κυβερνώντων ή αξιωµατούχων και όχι µόνον think tanks, ως επίλυση και της ελληνοτουρκικής διαφοράς ή του ανταγωνισµού που προκαλεί η επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην ελληνική εθνική κυριαρχία η προοπτική πλήρους ένταξής της στην ΕΕ.

Στη λογική λοιπόν αυτή, ποια µπορεί να είναι η απάντηση της ελληνικής αντιπροσωπείας σε τυχόν ερώτηµα Ιταλού, Γερµανού, Ούγγρου αξιωµατούχου γιατί στην προκειµένη περίπτωση έχει πρόβληµα η Αθήνα, αφού για χρόνια ενθάρρυνε µε ρητό τρόπο την αναβάθµιση των σχέσεων και της συνεργασίας Τουρκίας - Ευρώπης; Πώς η Ελλάδα σήµερα και η κυβέρνησή της µπορεί να δικαιολογήσει την αβυσσαλέα αντίφαση από την εποχή των κυβερνήσεων Σηµίτη ή τα papers και τις διατυπωµένες προσεγγίσεις καθηγητών και ινστιτούτων που είχαν υιοθετήσει ως επίσηµες προσεγγίσεις τους, κυβερνήσεις και πολιτικοί ειδικά της κεντροαριστεράς;

Φυσικά στην παρούσα φάση η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και ισχυρά επιχειρήµατα να προβάλλει αντιρρήσεις για την εµπλοκή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άµυνα και επί της ουσίας να τη χαρακτηρίζει «δούρειο ίππο» ή να στέκεται απέναντι σε ευρωπαϊκές αποφάσεις επισπεύδουσες στη βάση της συγκυρίας και προφανώς υποβολιµαίες από οργανωµένα λόµπι που αποκλείουν το Ισραήλ από τέτοιες συµπαραγωγές, αλλά υπάρχει και ένα πρόβληµα. Ότι η Ελλάδα στον χρόνο θα πρέπει να ξέρει τι λέει και τι υποστηρίζει, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα της τίθενται ερωτήµατα τα οποία πολύ δύσκολα απαντιούνται.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή