Η δήλωση-τοποθέτηση του επικεφαλής της αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκη σχετικά με τις συζητήσεις που έχουν ο πρωθυπουργός και η ελληνική κυβέρνηση στις ΗΠΑ ήταν σημαντική τόσο ως προς τον χρόνο που έγινε όσο και ως προς το περιεχόμενό της. Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη σημασία της εμπέδωσης μιας αναβαθμισμένης αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ βασισμένης τόσο στον ρόλο που έχει πλέον η βάση της Σούδας όσο και στη διεθνή συγκυρία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μίλησε για την ανάγκη «οδικού χάρτη» μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ στον οικονομικό-επενδυτικό τομέα. Τέλος, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπογράμμισε τον ρόλο που έχουν να αναλάβουν οι Έλληνες της Αμερικής που, πέραν της «αιχμής του δόρατος» στις επενδύσεις, θα πρέπει να τύχουν του δικαιώματος ψήφου. Ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης αναφέρεται στο σημείο αυτό στην Ελλάδα των 20.000.000 και όχι στην Ελλάδα των 10.000.000 Ελλήνων. 

Οι δηλώσεις του επικεφαλής της αντιπολίτευσης στέλνουν το μήνυμα και τη διαβεβαίωση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ότι η Ελλάδα εκπροσωπείται από τον πρωθυπουργό επί του συνόλου της. Οι όποιες συμφωνίες θα έχουν στρατηγικό ορίζοντα πέραν των εναλλαγών των κυβερνήσεων στην Ελλάδα στη βάση των εθνικών εκλογών. Η στρατηγική σχέση δηλαδή με τις ΗΠΑ, που μπορεί να φθάσει μέχρι και την εγγύηση των συνόρων μεσοπρόθεσμα, δεν είναι μια ευκαιριακή επιλογή που εμπίπτει στην εναλλαγή των κυβερνήσεων, αλλά υπερβαίνει τα όρια του κομματικού ανταγωνισμού. Είναι μια στρατηγική εθνική επιλογή για την Αθήνα.

Τα παραπάνω έχουν μια ιδιαίτερη σημασία, γιατί η πολύ καλά προετοιμασμένη παρουσία της Ελλάδας στις ΗΠΑ δεν είναι το προϊόν μιας προσπάθειας επαγγελματιών των λόμπι για κάποια «photo opportunity» του κ. Τσίπρα στον Λευκό Οίκο. Είναι η «αυλαία» για την εξέλιξη μιας πολύ πιο αναβαθμισμένης σχέσης, γεωπολιτικά, και υπό την έννοια αυτή και οικονομικά, μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας. Η πορεία σε έναν «οδικό χάρτη» που δομήθηκε «G to G» (μεταξύ κυβερνήσεων) χωρίς την ενεργό παρέμβαση ιδιωτικών συμφερόντων και έχει έκταση σε πρώτη φάση μέχρι το τέλος το 2018. Αφού η επόμενη χρονιά έχει βαρύτητα όπως και η επόμενη ΔΕΘ για το παζλ της διμερούς πραγματικότητας Ελλάδας - ΗΠΑ.