Το ΔΝΤ και το χρέος
To κέρδος και το ενδιαφέρον από τις διαβουλεύσεις εναπόκειται στο ότι ξεκαθαρίστηκαν κάποια ζητήματα.
Η συνάντηση του Αλ. Τσίπρα με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κρ. Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον είχε μάλλον εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Η ουσιώδης συζήτηση είχε προηγηθεί μεταξύ του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου και του επιτελείου του ΔΝΤ. Ουσιαστικά, το κέρδος και το ενδιαφέρον από τις διαβουλεύσεις εναπόκειται στο ότι ξεκαθαρίστηκαν κάποια ζητήματα.
Πρώτον, ποια θα είναι η θέση του διεθνούς οργανισμού τους επόμενους μήνες. Ότι, δηλαδή, τη διαφορά στις εκτιμήσεις με τις ευρωπαϊκές δομές δεν θα τις χρεωθεί η Ελλάδα ως επιπλέον μέτρα για το 2018.
Δεύτερον, ότι η Αθήνα έχει τη βούληση να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η τρίτη κατά σειρά αξιολόγηση να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο ή τις πρώτες εβδομάδες του Ιανουαρίου. Όπως έχει σημειωθεί, η αξιολόγηση αυτή δεν εμπεριέχει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ως υποχρεώσεις, αλλά ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους, τον συνδικαλιστικό νόμο, τις εργασιακές συμβάσεις. Ζητήματα που μπορεί να «ενοχλήσουν» σε κάποια σημεία και σχέδια νόμου την «αριστερή διακυβέρνηση», αλλά αποτελούν αλλαγές στις οποίες πλειοψηφικά μερίδια της κοινωνίας στην Ελλάδα συμφωνούν και υποστηρίζουν από δεκαετίες.
Τρίτον, και το πλέον κρίσιμο για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τις πιθανότητες σταθερής ανάκαμψης, το ΔΝΤ, προφανώς εναρμονισμένο με την Αθήνα αλλά και με την κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, θα θέσει εκ νέου στις ευρωπαϊκές δομές το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας ώστε τα επιβαλλόμενα πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια να κινηθούν μεταξύ 2-2,5% του ΑΕΠ, αντί για 3,5% που είναι σήμερα. Προσδοκία την οποία έχει διακηρύξει και η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το ζήτημα δεν θα τεθεί, όπως επέμενε η απελθούσα γερμανική κυβέρνηση και ο τέως υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε, μετά τον Αύγουστο 2018, αλλά από τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς. Με την παρουσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και μια τυχόν επιτυχία ως προς τους στόχους των πλεονασμάτων, η έξοδος στις αγορές διευκολύνεται επιπλέον. Επίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα μπορούν να συγκροτούν πιο ισορροπημένους προϋπολογισμούς ως προς τους στόχους. Τα μικρότερα πλεονάσματα μπορούν να στηρίξουν μια πιο «επιθετική» μείωση των φόρων, άρα μεγαλύτερο ρεαλισμό στα έσοδα και την κατανάλωση.